Τρίχες Κατσαρές # 3:  Κάθου γέρο λίμενε να φας τον Μάη χορτάρι

Τρίχες Κατσαρές # 3: Κάθου γέρο λίμενε να φας τον Μάη χορτάρι

Το πακέτο με τους ξηρούς καρπούς άνοιξε ταυτοχρόνως με τη τζαμένια πόρτα του «Ritsa’s Coiffure», αποκαλύπτοντας στη Ρίτσα την κομμώτρια ένα παμπόνηρο χαμόγελο, τόσο γλυκό και ρυτιδιασμένο, όσο και η σταφίδα που κατάπινε.

– Κορίτσι μου, εδώ είναι η…;
– Η μικροβιολόγος, όχι, είναι επάνω, στον 1ο όροφο. Από δίπλα μπαίνετε.
– Καλέ, ποιά μικροβιολόγος, πώς σε ήρθε; Την κομμώτρια ψάχνω.
– Βλέπω τον ουροσυλλέκτη που κρατάτε.
– Δεν είναι ούρα αυτά, μπα σε καλό σου. Απόσταγμα χαμομηλιού είναι! Από βουνό. Στο έφερα για να με κάνεις ξανθιά.
– Με τούτο;
– Αμ, με ποιό; Με τ’ άλλο που βάζετε, το χημικό; Λούσε με και ξέβγαλέ με μ’ αυτό και πάω πάνω…
– Πού πάνω;
– Ταράτσα δεν υπάρχει; Για να με δει ο ήλιος;
– Υπάρχει…
– Εκεί θα καθίσω να λιαστώ. Έχω χρόνο. Άνοιξέ το να χαρείς γιατί έσφιξε….
– Παναγιά μου Πεντακάθαρη, τί βρόμα είναι αυτή! Εδώ μέσα έχει λειχήνες και βρύα, πότε το βράσατε;
– Πριν καιρό, κι όλο έλεγα να έρθω, κι όλο κάτι με τύχαινε.
– Και τώρα με τυχαίνει εμένα αυτό!
– Μαθαίνεις και τα σαλονικιώτικα, βλέπω, μπράβο. Με είπε η φίλη μου η Κική που ήρθε προχθές και τη χτένισες, πως είσαι από την Αθήνα, αληθεύει;
– Αληθεύει.

Κι αλήθεψε. Η κυρα Μαριγώ, εκατοστή πρώτη πελάτισσα του «Ritsa’s Coiffure», πέρασε τρεις ώρες στην ταράτσα, καθισμένη σε ένα πλαστικό σκαμπουδάκι, πλάι σε απλωμένα ρούχα που δέρνονταν από τον αέρα και σε σκέψεις που έδερναν, περιμένοντας στωικά να γίνει ξανθιά, παρόλες τις ευγενικές εξηγήσεις της Ρίτσας πως το κάτασπρο, χειμωνιάτικο μαλλί της, ίσως δεν μπορούσε να χρωματιστεί ξανά, απλώς βρέχοντάς το με Άνοιξη.

Ώσπου να βαρεθεί και να κατέβει, η Ρίτσα πρόλαβε να καταβροχθίσει όλο το πακέτο με τους ξηρούς καρπούς, παρήγγειλε έναν φρέσκο, δροσερό freddo, τακτοποίησε το συρτάρι με τα τσιμπιδάκια και τα ρόλεϋ και κανόνισε να μπει αγγελία στον «Αγγελιοφόρο», τη «Μακεδονία» και την «Εγνατία», γιατί το έβλεπε πως σιγά-σιγά, χρειαζόταν βοηθό για πιστολάκι. Άσε που και ο Νικόλας το ψάρι, καταπίνοντας χθες βράδυ τη γλιστρίδα του, το μόνο που βρήκε να της πει ήταν: «Το Μάη βάζε εργάτες κι ας είναι κι ακαμάτες».

Διαβάστε επίσης

Close