Τρίχες Κατσαρές #8 - Αφήνει τη δουλειά της και πιάνει τα πιμπλιά της

Τρίχες Κατσαρές #8 – Αφήνει τη δουλειά της και πιάνει τα πιμπλιά της

– Μπορώ να μάθω που τις πηγαίνεις τις μπογιές Στελλίτσα;
– Μπορείτε, Ρίτσα μου.
– Πού τις πηγαίνεις λοιπόν;
– Μέσα.
– Γιατί;
– Για να μην είναι εδώ.
– Μα εδώ πρέπει να είναι.
– Να μην είναι κοντά στις πελάτισσες και ενοχλούν.
– Μα, αν δεν είναι κοντά στις πελάτισσες θα ενοχλούν.
– Όχι, μην το λέτε. Το νοικοκυριό είναι το παν.
– Το παν είναι να βρίσκω η έρμη η κομμώτρια αυτά που χρειάζομαι μέσα στο κομμωτήριό μου… Φέρε πίσω τα σωληνάρια. Τώρα!
– Όχι, αδύνατον. Εγώ θα συμμαζέψω εδώ μέσα.
– Φέρε τουλάχιστον την πράσινη. Μίλησααα…!
– Γιατί; Την τρελόγκα τη Μελίνα περιμένετε πάλι;
– Θα έρθει σε μισή ώρα είπε. Θα φύγει πάλι σαν την κάμπια. Αγία μου Παρασκευή, κοίτα και κάνε πως δεν είδες αυτά που θα δεις!
– Το πράσινο θα σας το αφήσω, αλλά μόλις κάνετε δουλειά θα το πάρω μέσα. Σύμφωνες;
– Προς τι η συμφωνία, Στελλίτσα;
– Προς τιμήν της τέχνης.
– Ποιάς τέχνης, Στελλίτσα;
– Της ζωγραφικής. Εγώ θα γίνω η νέα Φρίντα Κάλο. Ξύπνησε το ταλέντο μέσα μου.
– Φίδι ήτανε σε νάρκη;
– Μην ειρωνεύεστε, γιατί άμα θέλω εγώ τη βράζω τη Βάγια.
– Φτιάχνεις φακές;vagia flowers
– Την Κατερίνα τη Βάγια εννοώ…
– Εγώ δεν εννοώ. Ποιά είναι αυτή;
– Είναι μία ζωγράφα σπουδαία και τρανή, με διπλώματα, τριπλώματα, παπλώματα, σπουδαγμένη στα εξωτερικά…
– Ιατρεία;
– …φτιάχνει πίνακες, πινακάκια, καμβάδες μικρούς, μεγάλους, βάζει εικόνες σε βιβλία, σε ρούχα. Παλιά είχε πιάσει κάτι τζην και τα γέμιζε με πασχαλίτσες. Τί πεταλούδες χρωματιστές φτιάχνει, τί ελέφαντες, τί ιπποποτάμους, τί πιθήκια, τί κέικ, τί φρούτα!
– Τί λες!
– Προχθές ανέβασε στο Facebook κάτι σαγιονάρες.
– Μπορεί να πήγαινε στη θάλασσα, γι’ αυτό.
– …μικρά ζωγραφισμένα καμβαδάκια, όχι κανονικές. Να γεμίζεις τον τοίχο σου με παραλία, να ξεχνάς ότι σε τρώει η πόλη και η δουλειά. Αχ, είχαν επάνω φράουλες, ανανάδες, κεράσια…
– Σε μανάβικο τις πουλάει;
– …λουλούδια, χρώματα, ρίγες, ό,τι βάζει ο νους σου.
– Ο νους μου βάζει να σου πετάξω τη μπογιά που ανακατεύω και να σε στείλω σπίτι σου να ζωγραφίσεις…
– Αυτό περιμένω κι εγώ τόσην ώρα! Tελειώνετε με το πράσινο να φύγω. Αμ, θα τον χάσει τον ύπνο της με μένα αυτή η Βάγια. Φτιάχνω κι εγώ σαγιονάρες κυρία Βάγια μου! Με ρόλεϋ, με τσιμπιδάκια, με τσατσάρες, να τις αγοράζουν οι πελάτισσες του «Ritsa’s Coiffure» και να μας θυμούνται τώρα το καλοκαίρι…
– Τέτοιες που είμαστε, δεν υπήρχε περίπτωση να μας ξεχάσουν…

…είπε η Ρίτσα ανακατεύοντας με νεύρα τη μπογιά, ενώ η Στέλλα εκπονούσε τα προσχέδια της τέχνης της, με ένα καλοξυσμένο μολύβι ματιών.

Ο Νικόλας, αγναντεύοντας από το ψεύτικο βραχάκι του μειδίασε και αλιεύοντας ένα παλαιό ρητό από τα βάθη της ψαρίσιας του σκέψης, γέμισε με μπουρμπουλήθρες το ενυδρείο: «Στη ζωγραφική και στον καβγά, να θωρείς από μακριά».

Διαβάστε επίσης

Close