10 σύγχρονοι Έλληνες ποιητές μέσα από τους στίχους τους

10 σύγχρονοι Έλληνες ποιητές μέσα από τους στίχους τους

Η έμπνευση για την αποτύπωση της ζωής, των συναισθημάτων και των σκέψεων της καθημερινότητας, στο χαρτί δε σταμάτησε στον Ελύτη και τον Σεφέρη, τον Χριστιανόπουλο και τον Γκάτσο. Όχι. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που έχουν την ανάγκη να εκφράσουν το θυμό, τη λύπη, την αγανάκτηση, το πάθος και τον έρωτά τους μέσα από την ποίηση και -ευτυχώς!- … το κάνουν.

Συγκεντρώσαμε σε αυτό το κείμενο 10 νέους Έλληνες ποιητές που ξεχωρίσαμε μέσα από τους στίχους τους και τους παρουσιάζουμε με ένα μικρό δείγμα από τις γραφές τους …

10 σύγχρονοι Έλληνες ποιητές μέσα από τους στίχους τους

 

 

Αννα Γρίβα “Εις άτοπον”

Ποιο είναι του φόβου το ξεδίψασμα;
Πώς μετριέται το βάρος της ανάσας;
Πώς να γυρίσει μια απουσία
σε χάδι θεοβρεχούμενο;
Ποιο μέρος επί γης
κρατά τον άνθρωπο στο ύψος του
και τη γραφή στην άμμο;

Τι χρώμα έχει ο θάνατος
τι χώμα έχει ο ύπνος;
Από νεράκι σε νερό
το τρυφερό σκορπίζει;
Σκουπίζει η τρέλα το μυαλό
για να γλιστρά αθόρυβα;

Ο χρόνος τέμνει κάθετα
ή σφάζει την ακτίνα μας;
Μήπως το αίμα εφάπτεται
κι αλλάζει καρωτίδες;
Έχει υπόλοιπο η θλίψη
ή τέλεια διαιρείται
πριν μας προσθέσει στο σκοτάδι;

(Έτσι είναι τα πουλιά, 2015)

 

Ζαφείρης Νικήτας “Πατέρας και γιος”

Κάθε τόσο ο γιος, κοιτά εμένα, τον πατέρα του
σαν να ξέρω εγώ τι να τον συμβουλέψω
– κι αφού λείπει η γυναίκα μου, ριζωμένη στο χώμα,
με τα κλαδιά της αγάπης της γυμνά πια, φθινοπωρινά –
λέω στο παλικαράκι μου, που τόσο της μοιάζει,
«Να παλεύεις, να νικάς, να μη το βάζεις κάτω»
Τη μέρα που επιστρέψαμε από τον τάφο της μαμάς του,
σαν σκιουράκι ο γιος μου με καβάλησε,
σαν καπετάνιος, στάθηκε στους ώμους μου
και ανέλαβε, εφεξής, να είναι αυτός το δικό μου βλέμμα
– αίμα μου, καρδιά μου, γιε μου όμορφε είσαι όλη η περιουσία μου,
είσαι η αχτίδα που χτυπά το μέτωπό μου,
ανάμεσα στα φρύδια σαν σφαίρα ακροβολισμένου πυροβολητή

Αν σε χάσω πριν με χάσεις, μια για πάντα θα χαθώ

Ειρήνη Βακαλοπούλου “Το ενδιάμεσο που έγινα”

το τελευταίο μου χρώμα
το χάρισα στα πουλιά
ανταλλακτήριο
για να μου δώσουν άνεμο

πότε πότε πετάω
πάνω από πόλεις
πάνω από λίμνες
που είχα κάποτε πλυθεί
καμιά φορά έρχομαι και
στο παράθυρό σου

έξω από τα σύνορά μου βρίσκομαι
πλησιάζω μιαν άλλη γέννηση
παράξενη
αλλού κοιτά το πρώτο μου μάτι
αλλού τ’άλλο του πουλιού
κι αλλού στρέφονται τ’άστρα

μην βρίσκεις πάνω μου
να κρατηθείς
δεν έχω πια να σου σταθώ
είμαι από σίδερο μισός
σε ανέμους πηγαίνω
στον ζέφυρο στον ούριο

το ενδιάμεσο που έγινα
αυτό είναι που φοβάμαι πιο πολύ·
μια φυλακή μια το γαλάζιο

μην βρίσκεις πάνω μου
να κρατηθείς
το ενδιάμεσο που έγινα
αυτό είναι που φοβάμαι πιο πολύ.

(She’s in parties, 2016)

 

Δημήτρης Γλυφός “Όστρια”

απόγευμα στο πλοίο
μόλις βγήκε απ’ το λιμάνι
κουνάει και σαλεύω
ξεχνιέμαι στο παράθυρο
κόντρα ο ήλιος
η θάλασσα ασημίζει
ο ουρανός
στο τζάμι χαρακιές
πριν από μένα
κάποιος
χαράκωσε τον ορίζοντα με τα μάτια του
καρφιτσώθηκε στα κύματα
αναπόλησε

φθινοπώριασα μαζί του

(Απόηχος, 2018)
Ελένη Σκάρπου “Χωρίς λόγια”

Φόβος κρυμμένος.
Κάτω από τα μαξιλάρια με τα όνειρα, μέσα στις αγκαλιές.
Στο ντουλαπάκι του μπάνιου, πλάι στην οδοντόβουρτσα.

Φόβος ακατάστατος.
Ανάμεσα στα σώματα, ανάμεσα στις λέξεις.
Στ’ άπλυτα, στ’ ασιδέρωτα, στα γκρεμισμένα “σ’ αγαπώ”.

Φόβος άχρωμος.
Πάνω στα χρώματα του έρωτα, εκείνα τα μενεξεδιά.
Πίσω απ’ το μαύρο του μυαλού, εκείνο το μοναχικό, το ξένο.

Φόβος αστείρευτος.
Κοντά στα ματόκλαδα, στα δάκρυα που στάζουν.
Μέσα στα χέρια που χαϊδεύονται, στις ψυχές που συναντιούνται συχνά.

Φόβος νικητής.
Μπροστά στο τέλμα της στιγμής, λίγο πριν τις βαθιές ανάσες.
Κάτω από τα πρωινά σκεπάσματα, λίγο πριν τις φυγές.

Φόβος ψεύτης.
Δίπλα στο μαγικό, στ’ απόλυτο του πάθους.
Λίγο μετά από τα χαμόγελα που προσπαθούν να ζήσουν.

Φόβος δικός σου.
Στις λαχτάρες του Σαββάτου, στα “αντίο” της Κυριακής.
Στ’ ακουστικά της αναμονής, στα σύνορα με το “τίποτα”.

(40 δαγκωμένες αλήθειες, 2019)

 

 

Χριστόφορος Τριάντης “Ελάτε καλοκαίρια”

Ελάτε καλοκαίρια,
μην αργείτε.
Και η μέρα μοιάζει να στεφανώνεται
με σάβανα.
Του θανάτου οι αμυχές αγαπούν τον πόνο
και ράθυμα ρίχνονται στην ελευθερία,
γεννώντας οδυρμούς.
Απρόσκοπτα γυροφέρνουν τις προσδοκίες,
εκτελώντας εντολές δαιμόνων.
Ω, μην αργείτε καλοκαίρια,
γιατί τ’ αφανέρωτο μίσος
την ομορφιά πλακώνει,
σπέρνοντας σκουλήκια στους ουρανούς.
Μάθανε οι υποταγμένοι
τους μοχθηρούς θεούς
να υπηρετούν (στους αιώνες)…

 

 

Γιώργος Λίλλης “Πραγματικότητα”

Εκείνη ανοίγει μια παλιά σκουριασμένη πόρτα
επιτίθεται στις μελαγχολικές μου σκέψεις.
Είναι από τις γυναίκες των θρύλων, ντυμένη
μ΄ ένα πέπλο για να μην ορίζει τη θνητότητά της.
Ότι ζήσαμε δεν χωρά σε καμία κλεψύδρα, αν και ο χρόνος
επιμένει να μας εντάσσει στην δική του περιμετρική.
Αντιστεκόμαστε καιρό τώρα με ένα δικό μας τρόπο
επινοούμε ένα νήμα, τη συγκατάθεση, τη σιγουριά
ότι η σκέψη του ενός βρίσκει καταφύγιο στην αγάπη του άλλου
ενωμένοι μ΄ ένα παράδοξο τρόπο
συνυπάρχοντας αρμονικά στη διαδοχική εναλλαγή
του φωτός και του σκοταδιού.
Στο βάθος σπάζει η καμπάνα την πρωινή ησυχία.
Ένα σμήνος πουλιών, μολύβια πάνω σε διάφανο τραπέζι.
Σ΄ αυτό το απόμακρο και ψυχρό μέρος της Ευρώπης
ισορρόπησε. Προσπάθησε ν΄ αντικρίσεις την πραγματικότητα
όπως είναι. Η πολυτέλεια του αντίλαλου
χαρίζει διάρκεια στη φωνή μας.

 

Χρήστος Α. Μιχαήλ “Ανεπάρκεια”

Αν στύβω τα ματόκλαδα κρυφά
είναι γιατί τα σύννεφα δεν έσταξαν αλήθεια.
Ποτέ μας την αλήθεια δεν κρατήσαμε αγκαλιά
μόνο με χτύπους και παλμό
με δίστιχα κι αναλωμένες ρίμες
τη στείλαμε στο δρόμο
με την ευχή
να πέσει ξέστηθη και ηρωικά σε κάποια ξένη μάχη
ειδάλλως να στραφεί
βαστώντας όλα εκείνα που αγνόησαν οι παλιοί.

(Η καχυποψία ενός άλλοθι, 2010)

 

Κωνσταντίνος Πρωτόπαππας “Όταν η πόλη κοιμάται”

Ρουφάω μια τζούρα αλκοόλ και σκέφτομαι σε παρόντα χρόνο
Όταν η πόλη κοιμάται,
Ακούω χαμηλά μουσική ενώ με παροτρύνω να τζογάρω δίχως να σκέφτομαι το κόστος.
Όταν η πόλη κοιμάται,
Κλέβω ανάσες γειτονικές, τρώω στα τραπέζια τους και ανοίγω ξένες τηλεοράσεις.
Υπολογίζω πόσες όμορφες, ντελικάτες κοπέλες κοιμούνται μόνες τους,
Δίχως συντροφιά, δίχως ποτό και έρωτα.
Και θέλω τόσο να τις γλυκάνω όλες,
Να γλυκάνω τα στρωσίδια τους με την αρίδα μου,
Μα ξάφνου γίνομαι ρεαλιστικός και παύω να σκέφτομαι μαλακίες.
Όταν η πόλη κοιμάται,
Πιάνω νότες ή ψαχουλεύω στον υπολογιστή για κάτι της προκοπής.
Κι όταν κάποιος ξυπνήσει, του λέω εδώ η πόλη κοιμάται, που πας;
Λίγο πριν σταμάτησε και το τελευταίο λεωφορείο,
Η βρύση στάζει.
Κάπου εδώ όλη η πόλη κοιμάται,
Κι εγώ απόψε χώρια της.

 

 

Άγγελος Ευθυμιάδης, από τη συλλογή “Δε θυμάμαι, ξέχασα”

Ένα μέρος ουρανού ανήκει, και σ’ εμάς αδελφέ, δεν μπορεί.
Είμαστε και, νύκτα αλλά και κομμάτια ήλιου.
Μέσα και έξω από τα σύνορα του εαυτού μας
και κυρίως έξω μας.
Αγαπάμε χαϊδεύοντας τον διπλανό μας και όποτε μπορούμε
του κερνάμε και κανένα ποτό.
Δε χορταίνουμε… και θέλουμε κι άλλο…
όχι ποτό, αγάπη.

 

Επιμέλεια: Δάφνη Τσάρτσαρου

Διαβάστε επίσης

Close