12 εξαιρετικά αποσπάσματα από μεγάλους συγγραφείς

12 εξαιρετικά αποσπάσματα από μεγάλους συγγραφείς

Μέσα στα τόσα λογοτεχνικά αριστουργήματα, γνωστά ή άγνωστα, που υπάρχουν παγκοσμίως, μπορεί να βρει κανείς αποσπάσματα ή και ολόκληρες σελίδες με λέξεις και σκέψεις που τον εκφράζουν.

Σε αυτό το κείμενο, συγκεντρώσαμε μερικά εξαιρετικά αποσπάσματα από βιβλία μεγάλων συγγραφέων, τα οποία μας “άγγιξαν” και είμαστε βέβαιοι ότι θα “αγγίξουν” κι εσάς.

Διαβάστε τα παρακάτω …

 

12 εξαιρετικά αποσπάσματα από μεγάλους συγγραφείς

 

Τομ Ρόμπινς, “Τρυποκάρυδος”

«Το σημαντικότερο πράγμα είναι ο έρωτας», είπε η Λη – Τσέρι. «Τώρα το ξέρω. Δεν υπάρχει λόγος να σώσουμε τον κόσμο αν πρέπει για αυτό να χάσουμε το φεγγάρι». Η Λη – Τσέρι έστειλε αυτό το μήνυμα στον Μπέρναρντ με τον δικηγόρο του. Το μήνυμα συνέχιζε: «Δεν είμαι καλά-καλά 20 χρόνων, αλλά χάρη σε σένα, έμαθα κάτι που πολλές σημερινές γυναίκες δεν μαθαίνουν ποτέ: ο Μαγεμένος Πρίγκιπας είναι πράγματι βάτραχος. Και η ωραία πριγκίπισσα έχει δυσοσμία του στόματος. Το συμπέρασμα είναι ότι (α) οι άνθρωποι ποτέ δεν είναι τέλειοι ενώ ο έρωτας μπορεί να είναι, (β) Αυτός είναι ο μόνος και μοναδικός τρόπος να βελτιωθούν οι μέτριοι ευτελείς, και (γ) κάνοντας τον, τον κάνεις. Ο έρωτας κάνει έρωτα. Ο έρωτας κάνει τον εαυτό του. Χάνουμε τον καιρό μας ψάχνοντας για τον τέλειο εραστή αντί να δημιουργούμε τον τέλειο έρωτα. Μήπως αυτός είναι ο τρόπος να κάνουμε τον έρωτα να μείνει;». Την άλλη μέρα, ο δικηγόρος του Μπέρναρντ της παρέδωσε αυτή την απάντηση: «O έρωτας είναι ο ύστατος παράνομος. Απλώς δεν παραδέχεται κανονισμούς. Το περισσότερο που εμείς μπορούμε να κάνουμε είναι να προσυπογράψουμε σαν συνεργοί του. Το περισσότερο την άλλη μέρα αντί να ορκιζόμαστε τιμή και υπακοή καλύτερα να ορκιζόμαστε βοήθεια και παρακίνηση. Αυτό σημαίνει πως η ασφάλεια αποκλείεται. Οι λέξεις ”κάνω” και να “μείνει” καταντάνε ακατάλληλες. Ο έρωτάς μου για σένα δεν δέχεται δεσμά. Σε αγαπώ ελεύθερα και τζάμπα». Η Λη – Τσέρι ελεύθερα βγήκε στις βατομουριές και έκλαψε. «Θα τον ακολουθήσω ως την άκρη του κόσμου» μονολόγησε με λυγμούς. Ναι χρυσή μου, μόνο που ο κόσμος δεν έχει άκρη. Ο Κολόμβος το διευκρίνισε.
Πάουλο Κοέλο, “Αλχημιστής”
«Επειδή δεν ζω ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον, επικεντρώνω το ενδιαφέρον μου μόνο στο παρόν. Αν μπορείς να προσηλώνεσαι πάντα στο παρόν, θα είσαι ευτυχισμένος»
Έρμαν Έσσε, “Ο Λύκος της Στέπας”
“Αχ, είναι δύσκολο να βρεις αυτό το θεϊκό μονοπάτι μέσα σ’ αυτή τη ζωή που κάνουμε, σε τούτη δω την αποβλακωμένη και ανούσια εποχή με την πνευματική της στειρότητα, την αρχιτεκτονική της, τις επιχειρήσεις της, την πολιτική της, τους ανθρώπους της! Πως θα μπορούσα να μην καταντήσω ένας μοναχικός λύκος, ένας άξεστος ερημίτης, αφού δεν συμμερίζομαι τους στόχους της και τις αξίες της και δεν καταλαβαίνω καμιά από τις απολαύσεις της; Δεν μπορώ να μείνω για πολλή ώρα ούτε στο θέατρο ούτε στον κινηματογράφο. Σπάνια διαβάζω εφημερίδα κι ακόμα πιο σπάνια κάποιο μοντέρνο βιβλίο. Δεν μπορώ να καταλάβω ποια ευχαρίστηση και ποια χαρά βρίσκουν οι άνθρωποι με το να συνωστίζονται στα ξενοδοχεία και στους σιδηροδρόμους, στα κέντρα με την αποπνιχτική ατμόσφαιρα και την απαίσια μουσική, στα μπαρ και στα βαριετέ, στις διεθνείς εκθέσεις και στον ιππόδρομο……..

Από την άλλη μεριά, όσα μου συμβαίνουν στις σπάνιες ώρες τις χαράς μου, όσα για μένα είναι ζωή, ευδαιμονία, έκσταση και πνευματική ανάταση, οι άνθρωποι, γενικά, τα αναζητούν μόνο στην φαντασία. Στην πραγματική ζωή τα βρίσκουν παράλογα και απίθανα. Κι έτσι, αν οι άνθρωποι έχουν δίκιο, αν αυτή η μουσική των νυχτερινών κέντρων είναι απόλαυση, αν αυτή η μαζική διασκέδαση δίνει χαρά κι αν αυτό το αμερικανοποιημένο πλήθος που ευχαριστιέται με το τίποτα έχει δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, είμαι τρελός. Είμαι στ’ αλήθεια ο Λύκος της Στέπας, όπως συχνά αποκαλώ τον εαυτό μου, αυτό το ξεστρατισμένο αγρίμι, που δε βρίσκει ούτε σπιτικό, ούτε χαρά, ούτε ελπίδα σ’ ένα κόσμο παράξενο και ακατανόητο”

 

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, “Εκατό χρόνια μοναξιά”

“Ο άνθρωπος μια μέρα των ημερών, πρέπει να μάθει να χτίζει όνειρα, εκεί που οι ελπίδες τελειώνουν. Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή, φτάνει μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους. Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς, αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου. Είχε πάει στον άλλο κόσμο, αλλά γύρισε γιατί δεν άντεξε την μοναξιά. Έφτασε να υποκρίνεται με τόση αληθοφάνεια, ώστε κατέληξε να παρηγορείται με τα ίδια της τα ψέματα. Στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε ο θάνατος, μόνο η ζωή και για αυτό το συναίσθημα που αισθάνθηκε , όταν απήγγειλαν την καταδίκη (σε θάνατο), δεν ήταν φόβος αλλά νοσταλγία. Το μυστικό για τα καλά γηρατειά δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τίμια συμφωνία με τη μοναξιά. Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί. Ο άλλος πόλεμος, ο αιματοκυλισμένος είκοσι χρόνια, δεν τους είχε στοιχίσει τόσο όσο ο διαβρωτικός πόλεμος των αιώνιων αναβολών. Ο κόσμος θα έχει γα..θεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα. Είχε φύγει μακριά της, προσπαθώντας να την βγάλει από το μυαλό του, όχι μόνο με την απόσταση, αλλά και με μια απερίσκεπτη ορμή, που οι σύντροφοι του έπαιρναν για τόλμη. Αλλά όσο περισσότερο βούταγε την εικόνα της στη λάσπη του πολέμου τόσο περισσότερο ο πόλεμος έμοιαζε με την Αμαράντα. Έτσι,είχε βασανιστεί στην εξορία, ψάχνοντας να βρεί τρόπο να τη σκοτώσει με τον ίδιο το θάνατο του. Έσκαψε τόσο βαθιά στα αισθήματα του και αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός. Τη συνάντησε στην εικόνα που πλημμύριζε την ίδια την τρομερή του μοναξιά. Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σε εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει να αγαπήσει τον χειρότερο εχθρό του..”

 

Νίκος Καζαντζάκης, “Ασκητική”

“Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία. Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία· β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο. Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου. Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια. Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη..”

 

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, “Αδερφοί Καραμάζωφ”

“Η ενεργός αγάπη είναι κάτι πολύ πιο σκληρό και φοβερό από την αγάπη που περιορίζεται στα όνειρα. Η ονειροπόλα αγάπη διψάει για σύντομα κατορθώματα, ζητάει μια γρήγορη ικανοποίηση και το γενικό θαυμασμό. Σε τέτοιες περιπτώσεις μερικοί φτάνουν πραγματικά να θυσιάσουν και τη ζωή τους ακόμα, αρκεί να μην περιμένουν πολύ, μα να πραγματοποιηθεί γρήγορα τ’ όνειρό τους. Και να’ ναι σα μια θεατρική παράσταση που να τη βλέπουν όλοι και να τη χειροκροτούν. Μα η ενεργός αγάπη χρειάζεται δουλειά κι επίμονη αυτοκυριαρχία και για μερικούς είναι ίσως-ίσως ολόκληρη επιστήμη. Μα σας προλέγω πως ακόμα και τη στιγμή που θα δείτε με φρίκη πως παρ’ όλες σας τις προσπάθειες όχι μονάχα δεν πλησιάσατε τον σκοπό σας, μα αντίθετα ξεφύγατε απ’ αυτόν, εκείνην ακριβώς τη στιγμή, σας το προλέγω, θα ‘χετε φτάσει στο σκοπό..”

 

Βίκτωρ Ουγκώ, “Οι Άθλιοι”

“Φίλοι μου η ώρα που περνούμε και που σας μιλώ, είναι μια ώρα ζοφερή. Αλλ’ αυτό είναι το τρομερό τίμημα του μέλλοντος. Μια επανάσταση είναι ένας δασμός. Ω, το ανθρώπινο γένος θ’ απελευθερωθεί, θ’ ανυψωθεί, θα παρηγορηθεί! Το εγγυόμαστε εμείς σε τούτο το οδόφραγμα. Από πού θ’ αντηχήσει η κραυγή της αγάπης, αν όχι από το ύψος της θυσίας; Αδέρφια μου, εδώ είναι το ενωτικό σημείο εκείνων που έχουν φρονήματα κι εκείνων που υποφέρουν. Αυτό το οδόφραγμα δεν είναι καμωμένο ούτε με πέτρες ούτε με καδρόνια ούτε με σιδερικά. Είναι καμωμένο από δυο συσσωρεύσεις, τη συσσώρευση των ιδεών και τη συσσώρευση των πόνων. Η δυστυχία ανταμώνει εδώ με το ιδανικό. Η μέρα αγκαλιάζει τη νύχτα και της λέει: “Θα πεθάνω μαζί σου και θ’ αναστηθείς μαζί μου”. Από τη σύσφιξη όλων των θλίψεων αναπηδά η πίστη. Τα βάσανα προσκομίζουν εδώ την αγωνία τους και οι ιδέες την αθανασία τους. Αυτή η αγωνία κι αυτή η αθανασία θα σμίξουν και θα συνθέσουν τον θάνατό μας. Αδέρφια, όποιος πεθαίνει εδώ, πεθαίνει μεσ’ στην ακτινοβολία του μέλλοντος. Θα μπούμε σ’ έναν τάφο φωτόλουστον από αυγή..”
Έρνεστ Χέμινγουεϊ, “Για ποιον χτυπά η καμπάνα”
“Για να είσαι φανατισμένος, πρέπει να είσαι απόλυτα βέβαιος ότι έχεις δίκιο και τίποτε δεν εξασφαλίζει αυτή τη σιγουριά και την αίσθηση του δικαίου όσο η εγκράτεια. Η εγκράτεια είναι ο εχθρός της αίρεσης…”
Όσκαρ Ουάιλντ, “Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι”
“Η κοινωνία, η πολιτισμένη κοινωνία τουλάχιστον, δεν είναι ποτέ πρόθυμη να πιστέψει κάτι σε βάρος εκείνων που είναι πλούσιοι και γοητευτικοί. Νιώθει ενστικτωδώς ότι οι καλοί τρόποι είναι πιο σημαντικοί από την ηθική, και κατά τη γνώμη της το να είναι κανείς ευυπόληπτος και αξιοσέβαστος έχει λιγότερη αξία από ο να έχει στην κουζίνα του έναν καλό αρχιμάγειρο…”
Χαρούκι Μουρακάμι, “Ο Κάφκα στην ακτή”
“Και όταν η καταιγίδα τελειώσει, δεν θα θυμάσαι καν πώς κατάφερες να επιβιώσεις. Δεν θα είσαι καν σίγουρος ότι έχει τελειώσει. Αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: όταν βγεις από την καταιγίδα δεν θα είσαι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που μπήκε. Και αυτό είναι το νόημα της καταιγίδας…”
Βιρτζίνια Γουλφ, “Μέχρι το φάρο”
“..τα παιδιά ποτέ δεν ξεχνούν. Γι’ αυτό έχει τόση σημασία τι λες και τι κάνεις, κι ανασαίνεις μόλις πέσουν να κοιμηθούν. Γιατί τώρα δεν είχε ανάγκη να σκεφτεί κανέναν. Μπορούσε να είναι ο εαυτός της, μόνη της. Κι αυτή ήταν μια ανάγκη που τώρα την ένιωθε συχνά – να σκεφτεί· κι ούτε ακριβώς να σκεφτεί. Να μη μιλάει· να είναι μόνη της. Όλα όσα πρέπει να είσαι και να κάνεις, η διάχυση, η λάμψη, ο λόγος εξατμίζονταν και αποτραβιόσουν με αίσθηση μεγαλοπρέπειας στον εαυτό σου, γινόσουν μια σφήνα από σκοτάδι, κάτι αόρατο στους άλλους. Αν κι εξακολουθούσε να πλέκει και καθόταν με ολόισια ράχη, ένιωθε τον εαυτό της σ’ αυτή την κατάσταση· κι αυτός της ο εαυτός έχοντας αποβάλει τους δεσμούς του ήταν ελεύθερος για τις πιο παράξενες περιπέτειες. Όταν η ζωή για μια στιγμή βούλιαζε, το πεδίο της εμπειρίας έμοιαζε να μην έχει όρια. Και για όλους υπήρχε πάντα αυτή η αίσθηση της απεριόριστης επινοητικότητας, υπέθετε· ο ένας μετά τον άλλο, αυτή, η Λίλυ, ο Αγκούστους Καρμάικαλ, πρέπει να νιώθουν ότι ο εξωτερικός εαυτός μας, εκείνα από τα οποία μας αναγνωρίζετε, δεν είναι παρά πράγματα παιδιάστικα. Πιο κάτω είναι όλα σκοτεινά, όλα απλώνονται, είναι απύθμενα· μα πότε πότε ανεβαίνουμε στην επιφάνεια κι έτσι μας βλέπετε. Ο ορίζοντας της της φαινόταν πως δεν είχε όρια. Υπήρχαν όλοι οι τόποι που δεν είχε δει· οι ινδικές πεδιάδες· έβλεπε τον εαυτό της να παραμερίζει το βαρύ δερμάτινο παραπέτασμα μιας εκκλησίας στη Ρώμη. Αυτός ο πυρήνας από σκοτάδι μπορούσε να πάει οπουδήποτε, γιατί κανένας δεν τον έβλεπε. Δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν, σκεφτόταν με αγαλλίαση. Υπήρχε ελευθερία, υπήρχε γαλήνη, υπήρχε, πιο καλοδεχούμενο απ’ όλα, μια συγκέντρωση, μια ανάπαυση σε μια θέση σταθερότητας. Έβρισκες ανάπαυση όχι όταν ήσουν ο εαυτός σου, το ‘ξερε από δική της εμπειρία (κατάφερε εδώ κάτι επιδέξιο με τις βελόνες της), μα όταν γινόσουν μια σφήνα από σκοτάδι. Χάνοντας την προσωπικότητά σου, έχανες τον εκνευρισμό, τη βιασύνη, την κίνηση· κι εκεί της ανέβαινε στα χείλη πάντα ένα επιφώνημα θριάμβου απέναντι στη ζωή, όταν όλα έφταναν σ’ αυτή τη γαλήνη, αυτή την ανάπαυση, αυτή την αίσθηση της αιωνιότητας· και σταματώντας εκεί γύρεψε με τα μάτια να συναντήσει τη φωτεινή ακτίνα του Φάρου, τη μακριά σταθερή φωτεινή ακτίνα, την τελευταία απ’τις τρεις, που ήταν δική της ακτίνα, γιατί, όταν κοιτούσες με αυτή τη διάθεση πάντα αυτή την ώρα, δεν μπορούσες να μην δεθείς ιδιαίτερα μ’ένα απ’τα πράγματα που έβλεπες· κι αυτό το πράγμα, η μακριά σταθερή ακτίνα, ήταν η δική της ακτίνα. Συχνά έπιανε τον εαυτό της να κάθεται και να κοιτάζει, με τη δουλειά της στο χέρι ώσπου η ίδια γινόταν το πράγμα που κοιτούσε – εκείνο το φως ας πούμε. Κι έφερνε μαζί του μια κάποια φρασούλα που τύχαινε να την έχει στο μυαλό της – » Τα παιδιά δεν ξεχνούν, τα παιδιά δεν ξεχνούν»…”
Έμιλι Μπροντέ, “Ανεμοδαρμένα Υψη”
“Ποιός θα ήταν ο λόγος της δημιουργίας μου αν περιοριζόμουν απόλυτα στον εαυτό μου; Οι μεγάλες μου δυστυχίες σ’αυτό τον κόσμο ήταν οι δυστυχίες του Χήθκλιφ και τις παρακολούθησα όλες, τις έζησα όλες, από την αρχή. Η μεγάλη μου σκέψη στη ζωή είναι αυτός. Αν όλα χάνονταν και αυτός έμενε, θα συνέχιζα να υπάρχω.Κι αν όλα έμεναν και αυτός χανόταν, το σύμπαν θα ήταν για μένα τόπος ξένος και φοβερός. Δε θα΄χα θέση εκεί. Η αγάπη μου για τον Λίντον είναι σαν το φύλλωμα του δάσους. Ο χρόνος θα την αλλάξει, το ξέρω καλά, όπως ο χειμώνας αλλάζει τα δέντρα. Η αγάπη μου για τον Χήθκλιφ είναι σαν τα αιώνια βράχια αποκάτω: λίγη ευχαρίστηση μου δίνει αλλά αναγκαία. Νέλλυ, ΕΙΜΑΙ ο Χήθκλιφ. Είναι πάντα, πάντα στο νού μου. Δε μου δίνει χαρά, όπως δε μου δίνει χαρά ο εαυτός μου, αλλά είναι μέσα μου, σαν τον ίδιο τον εαυτό μου….”
Επιμέλεια: Δάφνη Τσάρτσαρου

Διαβάστε επίσης

Close