Αριστοτέλειο Φιλολογικό Πολυγύρου: Εὐριπίδου Βάκχαι

Αριστοτέλειο Φιλολογικό Πολυγύρου: Εὐριπίδου Βάκχαι

Η υπόθεση της τραγωδίας
Ο Διόνυσος, το τέκνο του Δία και της Σεμέλης, μιας από τις τέσσερις θυγατέρες του θεμελιωτή της Θήβας Κάδμου, ξεκινώντας από τη βάρβαρη Λυδία φθάνει στην πατρίδα του, τη Θήβα, μεταμορφωμένος σε Βάκχο, δηλαδή σε θνητό ακόλουθο του Θεού Διονύσου. Στο πέρασμά του, όλοι οι θνητοί αναγνωρίζουν τη θεοσύνη του.

Στη Θήβα αντίθετα, ο τοπικός βασιλιάς Πενθέας, ο γιος μιας άλλης κόρης του Κάδμου, της Αγαύης, αρνείται να αναγνωρίσει τον Διόνυσο και διώκει τη λατρεία του. Οι έχοντες θεία γνώση Κάδμος και Τειρεσίας είναι οι μόνοι που αρχικά αναγνωρίζουν τον Διόνυσο ως Θεό. Επίσης, προσπαθούν απεγνωσμένα να πείσουν τον Πενθέα, αλλά μάταια.

Ο Διόνυσος τιμωρεί την ύβρη, την προσβολή: το γυναικομάνι της Θήβας, με επικεφαλής την Αγαύη, την Αυτονόη και την Ινώ, τις τρεις κόρες του Κάδμου, καταλαμβάνεται από θεοτικό – βακχικό οίστρο. Τελώντας υπό καθεστώς ιερής μανίας, όλες εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, καταφεύγουν στον Κιθαιρώνα και επιδίδονται σε βακχικές τελετές τιμώντας τον Διόνυσο.

Ο υβριστής Πενθέας επιδεικνύοντας αυταρχικά αντανακλαστικά, διατάζει τη σύλληψη και τη φυλάκιση των Βακχών. Το ίδιο πράττει και Αριστοτέλειο Φιλολογικό Πολυγύρου: Εὐριπίδου Βάκχαιμε τον Διόνυσο, ο οποίος λοιδορούμενος οδηγείται στο δεσμωτήριο. Ο Διόνυσος και οι Βάκχες απελευθερώνονται με υπερφυσικό τρόπο, θαύμα που δεν πείθει τον Πενθέα για τις θεϊκές και ακαταμάχητες δυνάμεις του αντιπάλου του.

Ο τυφλωμένος βασιλιάς οδηγείται με νομοτέλεια στη συντριβή του. Αποδέχεται την πρόταση του Διονύσου να τον μεταφέρει κρυφά στον Κιθαιρώνα, για να δει με τα μάτια του τα όσα φοβερά και υπεραισθητά διαδραματίζονται στο ιερό βουνό. Ο Πενθέας, μεταμφιεσμένος σε Βάκχη, γίνεται αντιληπτός απ’ τον εκστασιασμένο γυναικείο όχλο και βρίσκει σπαρακτικό θάνατο.

Η μητέρα του Αγαύη, κορυφαία στον φονικό θίασο, καρφώνει το κεφάλι του διαμελισμένου Πενθέα στον θύρσο, θεωρώντας πως είναι κεφάλι λιονταριού, και επιστρέφει στη Θήβα. Με τη βοήθεια του Κάδμου συνειδητοποιεί το αποτρόπαιο γεγονός και μετά τον θρήνο του γιου της παίρνουν αμφότεροι τον δρόμο της εξορίας, όπως απαιτεί ο Διόνυσος, που εμφανίζεται λυτρωτικά στο τέλος με την πραγματική του όψη ως Θεός από μηχανής.

Οι Βάκχες του Ευριπίδη, αποτελούν μια από τις πιο αινιγματικές τραγωδίες της αρχαιοελληνικής γραμματείας με μυστικιστικές προεκτάσεις. Ο θεός Διόνυσος, καταφθάνει από την Ασία στην Ελλάδα για να επιβάλει τη λατρεία του, ή ακόμα περισσότερο να μεταβάλει τον ήδη υπάρχοντα τρόπο ζωής. Τον ακολουθούν οι Μαινάδες, ιέρειες σε κατάσταση ένθεης μανίας. Οι τελετουργίες της νέας θρησκείας είναι ομαδικά όργια έκστασης.

«Οι Βάκχες» εκτυλίσσονται στη Θήβα όπου ηγεμονεύει ο εγγονός του Κάδμου, ο Πενθέας, γιος της Αγαύης. Από την πανηγυρική μέθη του Διονύσου, καταλαμβάνονται όλες οι γυναίκες. Εγκαταλείπουν τις οικογένειές τους και μαγεμένες σχεδόν από την έκσταση του θεού, τη βακχεία, τελούν οργιαστικά μυστήρια στον Κιθαιρώνα.

Ο Mikhail Bakhtin, υποστηρίζει πως ένα λογοτεχνικό – θεατρικό κείμενο αποτελεί την αναπαράσταση ενός πραγματικού και συνάμα ατελούς ιστορικού κόσμου, που τον συνδημιουργούν πραγματικοί άνθρωποι που ανήκουν σε διαφορετικούς χωρο-χρόνους. Η φύση και η λογοτεχνία δεν ταυτίζονται αλλά επιδέχονται αδιάκοπα η μία την επίδραση της άλλης.

Για να στηρίξει ο Bakhtin τη θέση του, περιγράφει τις λαϊκο-γιορταστικές μορφές και τις ευωχικές εικόνες – την γκροτέσκα εικόνα του σώματος και τις πηγές της – τις εικόνες του υλικο-σωματικού με αναφορές τόσο στον «Κάτω Κόσμο», όσο και στο σωματικό «κάτω». Ουσιαστικά όμως, τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Η παράξενη αλλά και σκοτεινή συγχρόνως τάση των ανθρώπων στο πανηγυρικό και τελετουργικό στοιχείο, συνδέεται και με τις αρχαίες διονυσιακές τελετουργίες αναγέννησης της (πανανθρώπινης) φύσης που επέτρεπαν στους ανθρώπους μία τάση ξεφαντώματος, κεφιού, γαστριμαργικής και σεξουαλικής κατάχρησης που το συναντούμε στα Ρωμαϊκά Σατουρνάλια, τις γιορτές της Ίσιδας και το Εβραϊκό Πουρίμ.

Ο κόσμος γυρίζει ανάποδα, τα ιερά αποκαθηλώνονται και σωματοποιούνται, η πρωτοβουλία περνάει στους πληβείους, που με το λόγο, τα δρώμενα, δημιουργούν μια ρευστή και δυναμική κατάσταση κοινωνικής αναταραχής. Οι χωρικοί γίνονται βασιλιάδες, οι τεχνίτες επίσκοποι, οι πληβείοι δικάζουν τους δικαστές.

Η βία εμφανίζεται συχνά, όχι μόνο τελετουργικά, αλλά και πραγματικά, καθώς οι τελετές ανατροπής επιχειρούν να υλοποιήσουν την αντιστροφή και το κοινωνικό, ουτοπικό τους όραμα και δεν εκπροσωπούν μόνο τις σωματικές ηδονές, αλλά και τη βίαιη σύγκρουση, την κοινωνική διαμαρτυρία «από τα κάτω».

Ο Πενθέας, είναι εξοργισμένος και κατηγορεί τον Διόνυσο πως είναι ένας ψευτοθεός, ένας αγοραίος γητευτής των γυναικών που όλες τον ερωτεύονται και παρασύρονται σε ακολασίες μαζί του. Κι εδώ ακριβώς είναι η ύβρις που ξεστομίζει ο Πενθέας ουσιαστικά στην Αφροδίτη.

Ωστόσο όμως, ο Πλάτων στο Γοργία, ορίζει υβριστή εκείνον πού έχει το ελεύθερο σε μια πολιτεία να κάνει ό,τι του αρέσει. Και συχνά, γι’ αυτό το λόγο, η παρουσίαση και δημόσια εμφάνιση του ελαττώματός του, προσβάλλει περισσότερο απ’ ό,τι το ίδιο ελάττωμα. Ο καθένας θίγεται να τον κατασκοπεύουν και να τον ελέγχουν. Ο σπουδαίος όμως, παρακολουθείται ακόμη και στη συμπεριφορά του και στις σκέψεις του.

Ο Διόνυσος, θα τον εκδικηθεί γι αυτήν του την ασέβεια. Του εμφυσά τον παραλογισμό, τον μεταμφιέζει σε γυναίκα, τον γελοιοποιεί στον κοινωνικό του περίγυρο, και τον περιφέρει μέσα στην πόλη, για να τον οδηγήσει τελικά στις Βάκχες, όπου συναντάται με τη μητέρα του, που μέσα στη μανία της τον βλέπει σαν λιοντάρι και τον κατασπαράζει με τα ίδια της τα χέρια, ξεριζώνοντας το κεφάλι του, επιδεικνύοντάς το στους Θηβαίους αλλά και στον ίδιο της τον πατέρα τον Κάδμο.

Ο Montaigne είχε πει πως οι πιο γενναίοι, συχνά, είναι οι πιο άτυχοι. Αλλά, οι άνθρωποι δεν πρέπει απλώς να ζητούν σεβασμό της ποδοπατημένης αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων τους, αλλά και να τα παίρνουν μόνοι τους, μας υπενθυμίζει ο Georg Wilhelm Friedrich Hegel.

Ο Søren Kierkegaard, αντιμετωπίζει τον παραλογισμό που διαφαίνεται μέσα στο θείο, ειδικά όταν ο πιστός καλείται να θυσιάσει αναίτια τον ίδιο του τον γιο (όπως ο Αβραάμ τον Ισαάκ) ή να θυσιάσει υπέρ της κοινωνικής ευπραγίας την ίδια την κόρη του (όπως ο Αγαμέμνων την Ιφιγένεια). Κατέδειξε την αγωνία που καταλαμβάνει έναν άνθρωπο, πριν αυτός κάνει το αποφασιστικό άλμα είτε προς κάποια αποτρόπαιη πράξη – αμαρτία, είτε προς τη σωτήρια πίστη και τον εξιλασμό.

Καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι αυτό το συναίσθημα είναι τόσο έντονο, ώστε η ίδια η στιγμή της πτώσης ή της σωτηρίας διεξάγεται μέσα σε ίλιγγο, γιατί η αποφασιστική πράξη είναι υπεράνω των ανθρώπινων δυνάμεων. Εάν ο κατειλημμένος από αγωνία ή απελπισία άνθρωπος δεν οδηγήσει το συναίσθημά του ή τη συνείδησή του σε πλήρη αυτοσυνείδηση, ποτέ δεν πρόκειται ν’ απαλλαγεί από τις αρρωστημένες ψυχικές καταστάσεις. Όπως έγραψε ο Johann Christian Friedrich Hölderlin, «Όπου όμως υπάρχει ο κίνδυνος, εκεί αναπτύσσεται και η σωτηρία».

Ο Κάδμος, συγκλονισμένος, καταβάλει προσπάθειες να βγάλει την Αγαύη από τη θόλωσή της και να δει τι πραγματικά το έγκλημα που είχε διαπράξει στο ίδιο της το παιδί. Το δράμα τελειώνει με παράδοξο τρόπο. Απέναντι στον θρήνο της Αγαύης και τις κατάρες της, στο παράπονο του Κάδμου και του λαού της Θήβας, στη διαμαρτυρία τους για την τρομερή εκδίκηση του Διονύσου, απέναντι στη φρίκη αλλά και τον θυμό των ανθρώπων για την υπερβολική, αδικαιολόγητη κακία του Διονύσου, στέκεται σιωπηλός ο θεός. Και απέναντι στέκεται ο απελπισμένος λαός.

Συχνά, η απελπισία είναι μια ασθένεια που εκτείνεται σε όλα τα ανθρώπινα υποκείμενα και αφορά όλα τα επίγεια αντικείμενα. Ως άνθρωποι, είμαστε απελπισμένοι τόσο αναφορικά με τα πεπερασμένα όσο και με τα απέραντα όντα, τόσο αναφορικά με τα έγχρονα όσο και με τα άχρονα, τόσο αναφορικά με τα αναγκαία όσο και με την απελευθέρωσή μας από αυτά. Αλλά κατά το πλείστο μας διαφεύγει ότι το πεπερασμένο και το άπειρο, η χρονικότητα και η αιωνιότητα, η αναγκαιότητα και η ελευθερία είναι συνθετικά στοιχεία του ανθρώπινου εαυτού – είτε τον αναζητούμε, είτε αδιαφορούμε γι’ αυτόν είτε και αν του εναντιωνόμαστε πεισματικά.

Ο Ευριπίδης, τονίζει την απορρόφηση της ατομικής συνείδησης μέσα σε μια ομαδική συνείδηση. Ο λατρευτής «θιασεύεται ψυχάν» με τον «κύριο της ζωής» Διόνυσο, και με τους συντρόφους του στη λατρεία γίνεται ένα με τη ζωή της γης. Η τελευταία φράση του είναι ένας είδος απολογίας: «Δεν φταίω εγώ για όλα αυτά. Άλλος τα αποφάσισε». Υποτίθεται, ο Δίας ως υπέρτατος θεός.

Ωστόσο, το θεϊκό είναι η απειρότητα η οποία μας αποτείνεται με έναν αινιγματικό, ερωτηματικό τρόπο στην υποκειμενικότητά μας. Στο βαθμό που τα όντα αποκρίνονται στο κάλεσμα αυτό της αυθυπέρβασης συνιστούν την ποιότητα του μεγαλείου του ανθρώπου. Στην αντίθετη περίπτωση, όπου τα όντα αποφεύγουν αυτή την αναμέτρηση με την απειρότητα και δε συμμετέχουν στη διαμόρφωση της μεταφυσικής τους διάστασης, τείνουν να υπάγονται ολοκληρωτικά σε ένα Θεό αόριστο, κυριαρχικό και εξουσιαστικό.

Ο Λευτέρης Λούχοβιτς, με επιμονή και υπομονή αλλά και στοχαστικότατα, στάθηκε στο κείμενο, σεβάστηκε το βάρος του, την φιλοσοφικότητά του, και ευθύβολα εισχώρησε στη δομή του, αναπλάθοντας σύμφωνα με την σύγχρονη πραγματικότητα τις αξίες του αρχαίου δράματος. Αναμφισβήτητα, πρόκειται για μια προσέγγιση τόσο γλωσσική όσο και αναλυτική που αξίζει της προσοχής όχι μόνον του ευρέος κοινού, αλλά συγχρόνως αποτελεί και ένα άριστο βοήθημα για κάθε ερευνητή του αρχαιοελληνικού γραμματειακού πλούτου.
Αντώνης Δ. Σατραζάνης
Διδάκτωρ Φιλολογίας
Πανεπιστημίου της Σορβόνης Παρισίων

Εὐριπίδου Βάκχαι
Μετάφραση – Σχολιασμός: Ελευθέριος Α. Λούχοβιτς
Προλογισμός: Αντώνης Δ. Σατραζάνης
Αυτοέκδοση (για Λογαριασμό του Αριστοτελείου Φιλολογικού Πολυγύρου)
Σελίδες: 148

Διαβάστε επίσης

Close