Έντγκαρ Άλαν Πόε: 5 έργα του ποιητή της μελαγχολίας

Έντγκαρ Άλαν Πόε: 5 έργα του ποιητή της μελαγχολίας

Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1809 και ήταν Αμερικανός ποιητής και πεζογράφος. Υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού ρομαντισμού, ενώ το λογοτεχνικό του έργο είχε σημαντική επίδραση στην παγκόσμια λογοτεχνία, αποτελώντας θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη σύγχρονων λογοτεχνικών ειδών, όπως η αστυνομική λογοτεχνία ή οι ιστορίες τρόμου και φαντασίας. Η μεγάλη ευαισθησία του, αλλά και οι εθισμοί του στην χαρτοπαιξία, στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά τον οδήγησαν σε πρόωρο θάνατο πριν καν κλείσει τα 41 του χρόνια, στις 7 Οκτωβρίου του 1849.

 

Μόνος

Από την πρώτη μου στιγμή, εγώ δεν ήμουν σαν παιδί
Όπως οι άλλοι · δεν έβλεπα
Όπως οι άλλοι · δεν έβγαινα
Τα πάθη μου από πηγή συνηθισμένη.
Από τέτοια κοινή πηγή εγώ τη θλίψη δεν αντλούσα
Ούτε και την καρδιά μου να ξυπνώ
Στον τόνο της χαράς μπορούσα.
Κι ό,τι αγαπούσα, μόνος το αγαπούσα.
Τότε -παιδί ακόμα- στην αυγή
Μιάς όλο θύελλες ζωής -ξεπήδησε
Απ” τα βάθη του καλού και του κακού
Ένα μυστήριο που και σήμερα δεσμώτη με κρατά
Από τον χείμαρρο ή από την κρήνη
Απ’του βουνού τον κόκκινο γκρεμό
Από τον ήλιο που ολόγυρά μου έκανε δίνη
Στη φθινοπωρινή του χρυσαφένια ανταύγεια
Από την αστραπή στον ουρανό
Καθώς πετώντας με προσπέρασε-
Από την καταιγίδα και τον κεραυνό
Κι από το σύννεφο που πήρε μια μορφή
(“Οταν γαλάζιοι ήταν κατά τ’άλλα οι Ουρανοί)
Στα μάτια μου δαιμονική.

 

Η Χώρα Των Ονείρων

Σε ρότα βάδιζα θαμπή, μοναχική,
π’ άρρωστοι αγγέλοι τη στοιχειώνουν μόνο,
π’ αυτό το Είδωλο, που ΝΥΧΤΑ λένε, εκεί,
σε μαύρο, καθισμένο βασιλεύει, θρόνο,
και στα εδάφη πρόσφατα έφτασα τούτα,
στης Θούλης, την απόλυτη θολούρα
με τον παράξενο καιρό, που κείται,
εκτός Τόπου και Χρόνου και λικνείται.

Βάλτοι απύθμενοι κι απέραντα λαγκάδια,
σπηλιές και βάραθρα και των Τιτάνων δάση,
με κορυφές oπού κανείς γήινος δε θα φτάσει
με την αχλύ που πιτσιλά παντού σκοτάδια,
υπεραιώνια βουνά, σε θάλασσες δίχως ακτές,
Θάλασσες άγριες, οπού μοχτούν κι αυτές
με βιά να απλώσουνε στους ουρανούς φωτιές,
λίμνες π’ απλώνουν άπνοα, τα έρημα νερά τους,
-έρημα και νεκρά- τα έρημα νερά τους,
-ψυχρά κι ασάλευτα- γιομάτα χιόνι
που γονατάει τ’ άνθη και τα λυώνει.

Περ’ απ’ τις λίμνες που απλώνουν τα νερά τους,
-έρημα και νεκρά- τα λυπημένα τα νερά τους,
-θλιμμένα και ψυχρά- γιομάτα χιόνι
που γονατάει τ’ άνθη και τα λυώνει,
περ’ από κείνα τα βουνά, στον ποταμό ανάντα
που μουρμουρίζει σιγαλά, που μουρμουρίζει πάντα,
περ’, απ’ τη γκρίζα τη δασιά, από τους βάλτους πέρα,
όπου βατράχοι κι ερπετά φωλιάζουν νύχτα-μέρα,
περ’ απ’ τις γούρνες τις φριχτές των ξωτικών λημέρια,
από κάθε ανίερη ρωγμή, κάθε πνιγμένη θλίψη,
εκεί ο διαβάτης άναυδος θα δει, θα συναντήσει,
σαβανωμένες Παρελθόντος Μνήμες και χαμπέρια,
μορφές σκελετωμένες π’ αρχινάν το θρήνο,
δίπλα περνώντας από το διαβάτη εκείνο,
λευκοντυμένοι σκελετοί φίλων, καιρό χαμένων
στ’ ανάμεσα Γης κι Ουρανού την αγωνία, ριγμένων.

Για τη φτωχή καρδιά τους, που τα δεινά πολλά,
ο ειρηνικός τόπος αυτός είναι παρηγοριά,
στο θολό πνεύμα τους που πορπατεί στη σκιά,
ω, ναι! Σαν του Ελντοράντο μοιάζει τα καλά!

Μα όποιος διαβάτης μπόρεσε να φτάσει ως εκεί,
δεν τόλμησε, δεν άντεξε τα μάτια να σηκώσει.
Τα μυστικά, ποτέ ο τόπος δεν θα ενδώσει,
σ’ αδύναμου άντρα τη ματιά να φανερώσει.

Έτσι το θέλει ο Βασιλιάς που καθορίζει
το ανασήκωμα των δυο κλειστών βλεφάρων.
Έτσι, η κάθε δύστυχη Ψυχή που προσεγγίζει,
σκιές θωρεί αχνές μέσω σκούρων κρυστάλλων.

Σε δρόμο βάδιζα θαμπό, μοναχικό,
π’ άρρωστοι άγγελοι τονε στοιχειώνουν μόνο,
π’ αυτό το Είδωλο, που ΝΥΧΤΑ λέμε, εδώ,
σε μαύρο, καθισμένο βασιλεύει, θρόνο,
και πρόσφατα πίσω στο σπίτι γύρισα,
από τη Θούλη, τη θολή του ύπνου Ρήγισσα.

 

Annabel Lee 

Έχουν περάσει πολλά πολλά χρόνια από τότε
Σ’ενα βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
Που κάποια κόρη ζούσε, ίσως την ξέρετε
Άναμπελ Λη ήταν το όνομα της
Κι η κορη αυτή ζούσε με μόνο μια σκέψη
Να με αγαπά και να την αγαπώ.

Ήμαστε ακόμα τότε και οι δυο παιδιά
Σ’ενα βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
αλλά αγαπιόμαστε με μιαν αγάπη μεγαλύτερη ακόμα κι από την αγάπη
εγώ και η δική μου Άναμπελ Λη .
Με μιαν αγάπη που τη ζήλευαν τα φτερωτά σεραφείμ στον ουρανό
Μας ζήλευαν εκείνη κι εμένα.

Κι αυτός ήταν ο λόγος που χρόνια πριν
Σε αυτό το βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
Φύσηξε ένας άνεμος από ένα σύννεφο
και πάγωσε την όμορφη μου Άναμπελ Λη
Κι έτσι οι συγγενείς της ήρθαν και
την πήραν μακριά από εμένα
να την κλείσουν μέσα σε ένα μνήμα
Στο βασίλειο αυτό δίπλα στη θάλασσα

Οι άγγελοι, που δεν είχαν ούτε τη μισή δική μας ευτυχία
ζήλεψαν εμένα και εκείνη
Ναι! Αυτός ήταν ο λόγος (και το ξέρουν όλοι
στο βασίλειο αυτό δίπλα στη θάλασσα)
ότι ένας άνεμος από ένα σύννεφο τη νύχτα
παγώνοντας και σκοτώνοντας την Άναμπελ Λη.

Αλλά η αγάπη μας ήταν πιο δυνατή από την αγάπη
αυτών που είναι μεγαλύτεροι μας
Αυτών που είναι σοφότεροι από εμάς
Και ούτε οι άγγελοι στον παράδεισο ψηλά
ούτε οι δαίμονες κάτω από τη θάλασσα
μπορούν να χωρίσουν την ψυχή μου
από την ψυχή της Αναμπελ Κη
Γιατί το φεγγάρι ποτέ δε φέγγει χωρίς να μου φέρει όνειρα
της όμορφης Άναμπελ Λη
και τα αστέρια δε βγαίνουν ποτέ, αλλά νιώθω τα λαμπερά μάτια
της όμορφης Άναμπελ Λη

Και έτσι, όλη τη νύχτα, ξαπλώνω δίπλα από
την αγαπημένη μου, τη ζωή μου και τη γυναίκα μου
στο μνήμα δίπλα από τη θάλασσα
στον τάφο της εκεί που σκάει το κύμα.

 

Η Ανήσυχη Κοιλάδα

Μας χαμογέλασε μια σιωπηλή κοιλάδα
όπου ανθρώποι πια δεν κατοικούσαν.
Είχανε πάει, βλέπεις, στους πολέμους,
μπιστεύοντας στα μπιρμπιλόματα άστρα,
νύχτα απ’ τους αιθέριους πύργους τους,
να προστατεύουνε τα λούλουδα,
π’ αναμεσό τους είν’ όλη τη μέρα,
μέχρι το σούρουπο τεμπέλικα να πέσει.

Τώρα ο διαβάτης να ηρεμήσει πρέπει
τη λυπημένη ανησυχία της κοιλάδας.
Που τίποτε ποτέ δεν μένει ακίνητο-
Τίποτε πια δε σώζει τους ανέμους
οπού γεννούν στη μοναξιά τη μαγική.
Τα δέντρα αυτά κανείς αγήρ δεν ανακάτεψε
μα πάλλονται σαν τις ψυχρές τις θάλασσες,
πέρα στις μακρινές ομίχλινες Εβρίδες!

Δίχως αγέρα αυτά τα νέφη οδηγούνται
θροΐζοντας μες στον ανήσυχο Ουρανό,
ανάκατα απ’ το πρωί ως το δείλι,
πάνω από τις βιολέτες, που πλαγιάζουνε
σε χίλιους-δυό σχηματισμούς ‘που ‘δει το μάτι,
σαν κυματίζουνε πάνω στους κρίνους
και κλαίνε πάνω σ’ ένα ξένο τάφο!

Σειούνται: -απ’ τις ευωδιαστές κορφές τους
πέφτουνε φλούδες μόσχου σε σταγόνες.
Θρηνούν: -από τους λεπτούς τους μίσχους
δάκρυα χιλιόχρονα σταλάζουν σε διαμάντια.

 

Στο Ποτάμι

Γλυκό ποτάμι! στη φωτερή κρυστάλλινη ροούλα,
είσ’ έμβλημα της λαμπερής της ομορφάδας,
-μια φωναχτή καρδιά. Της παιγνιδιάρικης μαγνάδας
τέχνη, μες στου γερο-Αλμπέρτο τη κορούλα.

Μα σαν το κύμα σου κοιτά η καρδιά μου,
τότε λυγά και τρέμει σα κλαράκι.
Γιατί λοιπόν το ομορφώτερο ρυάκι
σου, μοιάζει να τη προσκυνά βαθιά μου;

Γιατί η καρδιά μου όμοια με το ρέμα,
κρατάει την εικόνα της βαθιά μου.
Καρδιά που τρέμει σαν αχνός, αλλοιά μου,
σαν η ψυχή της με γυρεύει με το βλέμμα.

Επιμέλεια – Κείμενο: Δάφνη Τσάρτσαρου

Με στοιχεία από τη Βικιπαίδεια

Διαβάστε επίσης

Close