Γιώργος Ιωάννου | 5+1 ποιήματα του σπουδαίου λογοτέχνη

Γιώργος Ιωάννου | 5+1 ποιήματα του σπουδαίου λογοτέχνη

Ο Γιώργος Ιωάννου γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1927 στη Θεσσαλονίκη και είναι ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες λογοτέχνες. Μεγάλωσε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ενώ η καταγωγή του ήταν από τη Θράκη, και σπούδασε με λαμπρούς δασκάλους στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Υπήρξε σύμβουλος έκδοσης του μαθητικού, μηνιαίου περιοδικού “Ελεύθερη Γενιά”, που εξέδιδε το Υπουργείο Παιδείας. Ασχολήθηκε κυρίως με την πεζογραφία, αλλά και με την ποίηση και το διήγημα. Πέθανε στα 58 του χρόνια, από νοσοκομειακή λοίμωξη που επήλθε μετά από μια απλή επέμβαση στον προστάτη.

Γιώργος Ιωάννου | 5+1 ποιήματα του σπουδαίου λογοτέχνη

Τότε που έλειπα

Σαν επιστρέφω αργά στην κάμαρά μου,
ομίχλη φόβου πάντα με τυλίγει.
Όργια, λες, έγιναν θεία,
τότε που έλειπα στους δρόμους.

Κομμένα γόνατα – δεμένα χέρια,
ξορκίζω τους καθρέφτες και θολώνουν.

Κάτι έχουν δει•
κάτι έχουν δει και που δε λέει
να πάρει τέλος, Θε μου.

Πια δε βαστώ.
Εδώ και χρόνια μες στα χέρια του με πλάθει.


Ίσως την αποπλύνει

Μη φοβάσαι πια
την καλοκαιριάτικη βροχή
τις νύχτες που ξυπνάς
απ’ τον βαθύ των φύλλων ψίθυρο.

Κλείσε τα μάτια μόνο καλύτερα,
κι άνοιξε κείνη την καρδιά σου.

Ίσως την αποπλύνει η καταιγίδα.


Το διάστημα της σιωπής

Με κέρδισε ο φόβος μου – τίποτα δεν υπάρχει.
Χαμένος μες στους δρόμους, μες στα σινεμά,
δεν είμαι πια ο νεαρός που δεν καταλαβαίνει.
Με γύμνωσε ο πανικός, με τίναξε,
με τις καθημερνές, με τις επίμονες παρεμβολές του.
Πυκνώνουν, δένουν μέσα τα συμπτώματα,
το διάστημα της σιωπής μικραίνει.

Κανείς – ούτε η μητέρα δεν με σώζει.


Το κέρδος

Καμιά φορά ζηλεύεις κάτι πρόσωπα
που δεν σ’ αφήνουν ούτε ν’ αναπνεύσεις,
μόνο επιμένουν να σου δείχνουν την ασκήμια σου,
τη μαλθακότητα που πάντα σε προδίδει.

Μα όταν τύχει να μιλήσουν και δεν φωτιστούν,
όταν το στόμα τους, τα δόντια τους προβάλλουν,
όταν κουτσαίνουν, όταν, τέλος, βρεις κάποιο ελάττωμα
με πόση περιφρόνηση επαναπαύεσαι, τι θρίαμβος!

Θαρρείς πως κάτι κέρδισες εσύ ο ίδιος.


Σφραγίδα μοναξιάς

Έσφιξα τα μάτια να μη βλέπω πια
– να μη με βλέπουν αυτοί που τριγυρνούνε
με μια σφραγίδα μοναξιάς στο μέτωπο.

Μα ζωγραφίστηκες εσύ στα βλέφαρά μου
με το χαμόγελο της τελευταίας συγκατάβασης.

Κακά τα ψέματα, δεν επαρκεί η μνήμη


Το θέρος τότε …

Δεν έχω ταξιδέψει στα νησιά
– θα χάλασαν κι αυτά με τους τουρίστες.
Εξάλλου ναύτες δεν υπηρετούνε καταδώ
– λησμόνησα τα ναυτικά σ’ αυτό το βάλτο.

Το θέρος τότε βάζαμε λευκα, ζωνάρι μαύρο.
Πενθούσαμε τον Νέλσωνα, μεγάλη μας η θλίψη.
Κι απ’ τον Οκτώβρη μες στα μπλε
– γλιτώνεις τις μπουγάδες,
μα φαίνονται οι σταλαγματιές,
αν πάνω στο σπαρτάρισμα ξεφύγουν.

Διαβάστε επίσης

Close