Η κότα που ονειρευόταν να πετάξει

Η κότα που ονειρευόταν να πετάξει

Ξημέρωσε η μέρα. Ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει πέρα απ’ την τεχνητή λίμνη, θολός από την πρωινή αχλή ως συνήθως, και να φωτίζει το σημείο όπου συνήθιζε να κάθεται ο Παρατρεχάμενος. Εκείνος που θα καθόταν να κοιτάξει τον ήλιο και να τινάξει τα πούπουλα του δεν υπήρχε πια. Η Μπουμπουκίτσα ορκίστηκε να μην τον ξεχάσει ποτέ. Ανοιγόκλεισε τα φτερά της στον ήλιο, σαν αποχαιρετισμό προς το φίλο της. Ω! Το αυγό είχε μείνει μόνο του για πολλή ώρα ως τώρα. Η Μπουμπουκίτσα έτρεξε βιαστικά και μπήκε στο παρτέρι με τις αγριοτριανταφυλλιές. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της.

Ένα μωρό ερχόταν δειλά δειλά στον κόσμο!

Είχε μόνο του σπάσει το κέλυφος του αυγού. Αυτό το απίστευτο, καταπληκτικό, χνουδωτό πλασματάκι κοίταξε την Μπουμπουκίτσα, με τα μαύρα ματάκια του να λάμπουν.

“Ω! Θεέ μου!” Η Μπουμπουκίτσα απόμενε ακίνητη, σαστισμένη και κατάπληκτη. Ήξερε φυσικά ότι μέσα στο αυγό υπήρχε ένα μωράκι, όμως αυτό εδώ ήταν σαν όνειρο. Μικρά ματάκια, μικρά φτερά, μικρά ποδαράκια – τα πάντα ήταν μικροσκοπικά και λεπτεπίλεπτα. Όμως όλα κινούνταν και κάθε τους κίνηση ήταν ντελικάτη και αξιολάτρευτη. “Μωρό μου, ήρθες!” Η Μπουμπουκίτσα έτρεξε προς το μέρος του και αγκάλιασε το αγοράκι της με τα φτερά της ανοιγμένα διάπλατα. Ήταν κανονικό μωράκι, απίστευτα μικροκαμωμένο και ζεστό. Άκουσε τις πάπιες να κατευθύνονται προς την τεχνητή λίμνη. Στον έξω κόσμο, ήταν λες και δεν είχε αλλάξει τίποτα απ’ την προηγούμενη μέρα, όμως για εκείνη τούτο το πρωινό ήταν πολύ ιδιαίτερο. Σε διάφορα σημεία των αγρών συνέβαιναν, πολλά και διάφορα πράγματα, ασταμάτητα. Κάποιος πέθαινε, κάποιος γεννιόταν. Καμιά φορά ένα “αντίο” κι ένα “χαίρε” τύχαινε να συμβούν την ίδια στιγμή. Η Μπουμπουκίτσα κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να παραμείνει λυπημένη για πολύ καιρό.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο “Η κότα που ονειρευόταν να πετάξει” της Sun Mi Hwang (Εκδόσεις Διόπτρα)

 

Διαβάστε επίσης

Close