Η Παρέλαση της Λούλας Αναγνωστάκη

Η Παρέλαση της Λούλας Αναγνωστάκη

Η Λούλα Αναγνωστάκη γεννήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 1928 στη Θεσσαλονίκη και ήταν μια από τις σπουδαιότερες μορφές στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων και του θεάτρου. Ήταν μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη. Σπούδασε στην Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στην Αυστρία. Έγραψε συνολικά 12 θεατρικά έργα στα οποία εστιάζει σε σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα όπως η μοναξιά, η ενοχή και η ήττα. Παντρεύτηκε τον συγγραφέα και καθηγητή ψυχιατρικής Γιώργο Χειμωνά και ήταν η μητέρα του συγγραφέα Θανάση Χειμωνά. Πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 2017, σε ηλικία 88 ετών.
Ακολουθεί το πιο γνωστό απόσπασμα από το μονόπρακτο “Η Παρέλαση” …
“Δεν μου αρέσει η παρέλαση. Θυμάσαι τότε που ήμουν μικρή και στάθηκα πολλή ώρα στον ήλιο και μου πόνεσε το κεφάλι και έκανα εμετό και παραλίγο να πεθάνω; Ναι. Τι γυρεύουν τα σκυλιά στην παρέλαση; Ξεμπουκάρουν συνέχεια και τελειωμό δεν έχουν .Θα ‘ναι καμιά εκατοστή. Τα σέρνουν στη μέση της πλατείας. Τα στριμώχνουν κολλητά το ένα με το άλλο. Δεν έχω δει ποτέ τέτοιο πράγμα! Η χωροφυλακή. Προχώρησαν με τ’ άλογά τους προς τα κει. Αν βέβαια είναι η χωροφυλακή. Δεν είμαι πια βέβαιος, δεν καταλαβαίνω τις στολές τους. Περίμενε. Πάλι αυτοί οι άνθρωποι σπρώχνονται και θέλουν να περάσουν κάτω απ’ τα σκοινιά. Ήσυχα – ήσυχα. Ε, συ, κύριε, με τη τραγιάσκα πού πας, μέσα – μέσα. Και συ χοντρή, που μου θες να σταθείς πρώτη – πρώτη, κι εσύ, κι εσύ, μπρος γρήγορα στη θέση σας… Χα! Τα προσκοπάκια ξέρουν τη δουλειά τους. Το κάρο άρχισε να κυλάει σιγά, ξεπρόβαλε ολόκληρο – δε βλέπω καλά – μ’ εμποδίζουν αυτοί πάνω στ’ άλογα. Δεν είναι κάρο! Ζωή! Είναι ένα κλουβί, ένα μακρόστενο κλουβί πάνω σε ρόδες, και μέσα πρέπει να είναι ζώα, γιατί πηδούν αρπάζονται απ’ τα κάγκελα. Πάλι αυτοί με τ’ άλογά τους! Είναι, είναι άνθρωποι! Ζωή! Κουβαλούν ανθρώπους μέσα στο κλουβί! Αυτοί που είναι μέσα είναι όλοι ακρωτηριασμένοι. Άλλος χωρίς πόδια, άλλος χωρίς χέρια. Κι ένας χωρίς κεφάλι! Θε μου! Δεν κάνω λάθος, είναι χωρίς κεφάλι. Κι ωστόσο ο λαιμός του σαλεύει. Οι άνθρωποι όρμησαν και σπάσαν τα σκοινιά, χύμηξαν στην πλατεία. Αλλά δεν τους αφήνουν, τους σπρώχνουν πάλι πίσω, τους χτυπούν. Οι πρόσκοποι τους χτυπούν με τα σπασμένα σκοινιά, οι άλλοι κατέβηκαν απ’ τ’ άλογά τους και τους χτυπούν κι εκείνοι με τα κοντάρια τους. Ένας κρατά μια γυναίκα απ’ τα μαλλιά, τη ρίχνει κάτω, την κλωτσά στο πρόσωπο…”

Διαβάστε επίσης

Close