Ναπολέων Λαπαθιώτης | 7 μελαγχολικά ποιήματα

Ναπολέων Λαπαθιώτης | 7 μελαγχολικά ποιήματα

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν Έλληνας ποιητής του Μεσοπολέμου, εκπρόσωπος του νεοσυμβολισμού και νεορομαντισμού και με σαφείς επιρροές από τον Όσκαρ Ουάιλντ. Γεννήθηκε στην Αθήνα, τη νύχτα προς τα ξημερώματα της 31ης Οκτωβρίου 1888 σε ένα σπίτι της πλατείας Αγίων Θεοδώρων. Το 1905 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας απ’ όπου αποφοίτησε, χωρίς να ασκήσει ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά της εποχής, όπως “Δάφνη”, “Ανεμώνη”, Ελεύθερο Βήμα”, “Μπουκέτο”, “Νέα Εστία”, κ.α. Εκτός από ποιήματα, έγραψε ακόμα πάνω από 100 πεζογραφήματα, πολλά διηγήματα, καθώς και επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται σκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939, ενώ μετά τον θάνατό του, ο Άρης Δικταίος εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του. Ενώ, αρχικά, ο Λαπαθιώτης ήταν υποστηρικτής του Ελευθέριου Βενιζέλου, συμμετέχοντας στο κίνημα της εθνικής άμυνας, όπως και ο πατέρας του, από την δεκαετία του ’20 και μετά ήρθε σε επαφή με το κομμουνιστικό κίνημα και στη συνέχεια ενστερνίστηκε τον κομμουνισμό. Αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης προς 8η Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά. Η κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του.

Πόθος

Βαθὺ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ,
μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί,
ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες…

Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριά,
κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά,
ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!

Τότε, γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινά,
θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί,
τὸ περασμένο καλοκαίρι…

 

Στὸ νυχτερινὸ κέντρο

Τώρα ποὺ παίζει τὸ βιολὶ κι ἔχουμε πιεῖ τόσο πολύ,
ποὺ μ᾿ ἕναν ἔρωτα τρελὸ σὰ νά ῾μαστε δεμένοι,
σ᾿ ἕνα συντρόφεμα ζεστό, βᾶνε ξανὰ νὰ ζαλιστῶ,
μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό σου νὰ κλειστῶ. Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει.

Γιατὶ ἂν λείψει τὸ κρασὶ κι φύγεις ἄξαφνα κι ἐσὺ
καὶ βουβαθεῖ καὶ τὸ βιολὶ μὲ τὸ γλυκὸ βραχνᾶ του,
μεσ᾿ στῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό, μεγάλο σὰ τὸν οὐρανό,
θ᾿ ἀκούσω πάλι τὸ βραχνὸ τραγούδι τοῦ θανάτου…

 

Χειμωνιάτικο τοπίο

Ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι σὰν ἕνα κομμάτι πάγου,
πεθαμένο καὶ στημένο μέσ᾿ στὴ μέση του πελάγου,

μιὰ βουβή, μεγάλη ξέρα, πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ παλάμη,
μ᾿ ἕνα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό, μικρὸ καλάμι

κι ἕνας ἴσκιος -ἕνα κάτι- ποὺ δὲ ξέρω τί ἔχει χάσει
κι ἀπὸ τότε φέρνει γύρα, μὴ μπορώντας νά ῾συχάσει.

Παγωμένο τὸ χαμένο κι ὅλο φῶς, ἐκεῖνο τρίο,
σιωποῦσε κι ἀγρυπνοῦσε, μέσ᾿ στὴ νύχτα, μέσ᾿ στὸ κρύο…

 

Κούραση

Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένα
κι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένα
κι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου, μὲ τὸ μάταιο λυρισμό,
ποὺ ἡ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει, παρὰ μόνο στὸ Λιμάνι
καὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας, ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνει
τὸν αἰώνιο Γυρισμό!

Τότε μόνο, λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορία,
μέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορεία,
φῶς ἀνέσπερο, χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφή,
τὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο, ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψει,
τὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι, σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψει,
τότε μόνο θὰ γραφεῖ!

 

Νυχτερινό

…Κίτρινη ἡ φλόγα τοῦ κεριοῦ μου,
στὴ νύχτα, ἀπάνω στὸ τραπέζι
σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει.
Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της
μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει,
χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη…

Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι
κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη
τὰ ζαφειρένια τῆς ἐρήμου…
Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα,
μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει
τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου…

Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο
ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει,
καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει
-καὶ μέσα ἡ θλιβερὴ ψυχή μου,
χωρὶς αἰτία, κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση
εἴμαστε τόσο λυπημένοι…

 

Ἐρωτικό

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ
τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό,
ὥσπου νὰ πέσει ἡ σκοτεινιὰ
μιὰ μέρα τοῦ θανάτου…

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό,
ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό,
– τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ
τὸ ξαναπέρασμά του;

Ἂς εἶναι, ὡστόσο, – τί ὠφελεῖ;
Γυρεύω πάντα τὸ φιλί,
στερνὸ φιλί, πρῶτο φιλὶ
καὶ μὲ λαχτάρα πόση!

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ – ἂχ καρδιά μου!
ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί,
κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς
ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει…

Ἴσως μιὰ μέρα, ὅταν χαθῶ,
γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ
καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά,
γίνουμε πάλι ταίρι,

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί,
ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ,
– σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ
– νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει…

 

Σπαρασμός

Γύρω ἡ μαυρίλα,
μέσα ἡ καρδιά μου.
Στὸ πάτημά μου
τρίζουν τὰ φύλλα.

Νερό, ἀργοκύλα!
Στολίδια γάμου
ξεσκίδια χάμου.
Ἀνατριχίλα.

Μέσ᾿ στὸ βιβλίο
σκυμμένα μάτια,
καὶ δὲ διαβάζω.

Σιωπή, ἐρμιά, κρύο.
Πέρα; Παλάτια.
Σκοινιά. Σπαράζω.

 

Επιμέλεια: Δάφνη Τσάρτσαρου

Διαβάστε επίσης

Close