"Η μητέρα του σκύλου": Δύο εξαιρετικά αποσπάσματα από το έργο του Π. Μάτεσι

“Η μητέρα του σκύλου”: Δύο εξαιρετικά αποσπάσματα από το έργο του Π. Μάτεσι

Ο Μάτεσις γεννήθηκε στη Δίβρη Ηλείας, στις 12 Ιανουαρίου του 1933. Ήταν συγγραφέας μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων, αλλά και μεταφραστής. Μέχρι τα 19 χρόνια του έζησε σε πολλές επαρχιακές πόλεις. Σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή Αθηνών, μουσική (είχε πτυχίο βιολιού) και ήξερε να μιλά διάφορες ξένες γλώσσες όπως Αγγλικά, Γαλλικά και Ισπανικά. Το πιο γνωστό του μυθιστόρημα είναι “Η μητέρα του σκύλου”. Πέθανε στις 20 Ιανουαρίου του 2013 σε ηλικία 80 ετών, σε ιδιωτική κλινική.

"Η μητέρα του σκύλου": Δύο εξαιρετικά αποσπάσματα από το έργο του Π. Μάτεσι

Ακολουθούν δύο μικρά αποσπάσματα από τη “Μητέρα του σκύλου” …

“…Αυτό το χωματένιο πάτωμα όλο σε μπελάδες μας έβανε. Η μητέρα μου ήταν πολύ νοικοκυρά, από κείνη το ’χω τάλε κουάλε. Έπρεπε να το καταβρέχουμε. Όχι με νερό πεταχτό, για να μη λασπώνει. Γεμίζαμε το στόμα νερό, μπουχίζαμε το πάτωμα, για να κατακάθεται ο μπουχός και να τσιμεντώνει. Και τον χειμώνα το κάναμε αυτό, όλοι μαζί. Και μετά το πατικώναμε όλοι μαζί, βάναμε μια σανίδα, πατάγαμε, τη  μετατοπίζαμε, και δόστου όλοι μας πάνω στη σανίδα. Δίοτι αν το αφήναμε έτσι, το πάτωμα ξαναγινόταν χώμα, και ξεφύτρωναν χόρτα, μολόχα κυρίως μια αφορά έσκασε και μια παπαρούνα δίπλα στο νεροχύτη.

Εμένα, να πω την αμαρτία μου, μου άρεσε που είχαμε πάτωμα χωματένιο. Διότι πάντα μου είχα μια προσήλωση στο χώμα, από παιδί, τρέχα γύρευε γιατί. Πάντα μου ονειρευόμουνα  πως δήθεν κατέχω ένα κομμάτι γη ολοδικό μου. Και στη σχολική μου τσάντα είχα πάντα μια χεριά χώμα. Στην πίσω αυλίτσα μας είχα χωρίσει μια γωνιά και την έλεγα «το χτήμα μου ». Την είχα φράξει με βεργίτσες και φύτευα φασολιές, αλλά δε φτούραγαν, τις φύτευα λάθος εποχή. Μετά πήρα κι έφτιαξα ένα περιβολάκι κάτω απ’ το κρεβάτι μου.

Τον χειμώνα στρώναμε κουρελούδες και μικρά τσόλια, πλην τίποτα, όλο χόρτα ξεμύτιζαν. Μια φορά, ξημερώματα, έτυχε να δω την κουρελού να κουνιέται και να υψώνεται, λέω βγαίνει φίδι. Σηκώνω την κουρελού, βλέπω ήταν ένα μανιταράκι που έσκαγε. Σαν ανατολή ηλίου από το πάτωμα.

 

∼∴∼

 

“Και ούτε με ταράζει πια που άρχισα να λησμονάω τη ματιά της μητέρας μου. Ξέχασα και ποιο χεράκι του Φάνη μας είναι το χαλασμένο. Ούτε και τι χρώμα μαλλιά είχε ο Φάνης μας θυμάμαι. Ξεχνάω και να λυπηθώ. Αυτό, λιγάκι με μελαγχολεί. Που ξεβάφουνε οι λύπες μου.
Τι να κάνουμε…”

Διαβάστε επίσης

Close