Τὸ παλιὸ μπουκαλάκι | Σαρλ Μπωντλαίρ

Τὸ παλιὸ μπουκαλάκι | Σαρλ Μπωντλαίρ

Σὰ σεντούκι ἀνοίξεις παλιό, ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολὴ φερμένο
ποὺ ἡ κλειδαριά του μορφάζει, τρίζοντας φρικτὰ
κι ἀπ᾿ αὐτὸ ξεχυθοῦν, μύρια ἀρώματα βαριὰ ποὺ ζαλίζουν

ἢ σὲ σπιτιοῦ ἐρημωμένου ντουλάπα παμπάλαιη
Σκονισμένο καὶ μαῦρο ξεβιδώσεις μπουκαλάκι
κι ἀπ᾿ αὐτὸ ἀναπηδήσει μία ψυχὴ μὲ λαχτάρα νὰ ἐπιστρέψει

Χίλιες σκέψεις ποὺ κοιμόνταν στὰ βαριὰ τὰ ἐρέβη, ἐπιστρέφουν
-χρυσαλίδες ποὺ ἀστράφτουν, μὲ ὁρμὴ
τὰ γαλάζια καὶ ρὸζ σὰ μὲ γλάσο φτιαγμένα
φτερὰ τοὺς τινάζουν

ζαλισμένος τὰ μάτια σου κλείνεις
τὴ ψυχή σου ὁ ἴλιγγος νικημένη ἀδράχνει
μὲ ὁρμὴ τὴ σκουντᾶ σὲ βάραθρο μαῦρο
σκοτεινό, ἀπὸ ἀνθρώπινα μιάσματα γεμάτο

Στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ τήνε σπρώχνει
κεῖ ὅπου ὁ Λάζαρος ζέων, τὸ σάβανό του
μὲ δύναμη σκίζει καὶ τὸ πτῶμα ξυπνᾶ
γοητευτικὸ μὰ καὶ πένθιμο, μιᾶς ἀγάπης παλιᾶς ξεχασμένης

Κι ἐγὼ ἔτσι, ὅταν θὰ ῾χω ἀπ᾿ τὴ μνήμη τῶν γύρω χαθεῖ
καὶ θὰ μ᾿ ἔχουν πετάξει ραγισμένο, εὐτελὲς μπουκαλάκι
στὴ γωνιὰ μιᾶς ἀπαίσιας ντουλάπας λυπημένο καὶ βρώμικο
θολό, σκονισμένο

Τὸ φέρετρό σου θὰ ῾χω γίνει ἀγαπημένη μου ἀνομία,
μάρτυς ολεθριας δύναμης ποὺ πάνω μου, κάποτε ἀσκοῦσες
προσφιλὲς δηλητήριο ἀπὸ ἀγγέλους φτιαγμένο
ἡδύποτο ποὺ μοῦ κατέτρωγε τὴ καρδιὰ καὶ τὸ αἷμα.

 

 

Διαβάστε επίσης

Close