Ήταν άνοιξη. Ο ήλιος χαμογελούσε χαρωπά σ’ ένα βαθυγάλαζο διάφανο ουρανό, αλλά το φως του αραιά και πού έφτανε ως τον ημιώροφο του σπιτιού στο στενό παραδρόμι. Και αν καμιά φορά η λάμψη μιας αχτίνας τρύπωνε μέσα απ’ τα μικρά τζάμια στην ταπεινή κάμαρη ρίχνοντας φωτεινούς κύκλους πάνω στο σοβά του αντικρυνού τοίχου, έφτανε ως εκεί από δεύτερο χέρι, σταλμένη από ένα παράθυρο του μπροστινού κτιρίου. Ο μικρός που έπαιζε ολημερίς μπρος στο παράθυρο του ημιωρόφου χαιρόταν με το ζωηρό πηγαινέλα των φωτεινών λεκέδων που σπαρτάριζαν πάνω στον τοίχο και προσπαθώντας με πηδήματα να τις αδράξει γελούσε τόσο πρόσχαρα, που ο απόηχος του γέλιου του κατόρθωνε να μαλακώσει το λυπημένο πρόσωπο της μητέρας του.
Έμεινε χήρα σχεδόν εδώ και ένα χρόνο. Με το θάνατο του ακριβού της συζύγου, χάθηκαν και οι περιορισμένες ανέσεις που εκείνος εξασφάλιζε για την οικογένεια δουλεύοντας σκληρά. Αναγκάστηκε ν’ ανταλλάξει ένα ευρύχωρο διαμέρισμα μ’ αυτήν την κάμαρη και ν’ αυξήσει τις λιγοστές της οικονομίες με τον κόπο των ίδιων της των χεριών, έτσι που να μην αναγκαστούν να στερηθούν τα απαραίτητα, αυτή και προπάντων ο πεντάχρονος γιος της, ο Willy. Δεν ήταν καθόλου περιεργο που αυτο το παιδί απόμεινε η μόνη της παρηγοριά.
Σήκωσε τα κουρασμένα απ’ το ράψιμο μάτια της και κοίταξε στοργικά τον μικρό που ακουμπισμένος πάνω στο παράθυρο στήριζε το δροσερό μουτράκι του πάνω στις παχουλές γροθίτσες.
Τώρα όμως δεν ήταν το παιχνίδισμα του ήλιου που είχε τραβήξει την προσοχή του τόσο, ώστε να παρατήσει και το αλογάκι του αναποδογυρισμένο πάνω στο περβάζι. Σήμερα, εκεί απέναντι, συνέβαινε κάτι ασυνήθιστο. Πρόσφατα, στο αντικρυνό κτίριο είχε αδειάσει ένα μαγαζί όταν ένας έμπορος υφασμάτων αποφάσισε να μετακομίσει. Οι νέοι ένοικοι βάλθηκαν να το καθαρίζουν και να το γυαλιζουν. Ξεκόλλησαν μέχρι και τα μεγάλα παραθυρόφυλλα που προστάτευαν τη βιτρίνα τις νύχτες και τις Κυριακές, τα πέρασαν ένα κιτρινωπο βερνίκι και τέλος τα έβαψαν μ’ ένα ωραίο ζωηρό μαύρο χρώμα. Αν όλα αυτά είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον του willy, σήμερα ο ενθουσιασμός του δεν ειχε όρια. Στο βάθος, πίσω απ’ τις αστραφτερές βιτρίνες, ξεπρόβαλλαν επίχρυσες και επάργυρες κάσες, ρηχές, κάθε μεγέθους, όλες με έξι γωνίες. Κι όταν σε μια από τις βιτρίνες οι άνθρωποι στερέωσαν μια μικρή ολόχρυση κάσα στολισμένη με δύο υπέροχα γονατιστά αγγελάκια, ο μικρός, μη μπορώντας να κρύψει τον ενθουσιασμό του ξέσπασε σε χειροκροτήματα.
“Μαμά, μαμά, έλα να δεις! Τι είναι αυτό το μικρό ωραίο κουτί μ’ εκείνα τ’ αγγελάκια;”
Τον παραξένεψε που η μητέρα του, καθώς σηκώθηκε και αντίκρυσε τις λεεπτοκαμωμένες γυαλιστερές κάσες, δε γέλασε καθόλου.
Αντίθετα, κάτω απ’ τα αναψοκοκκινισμένα βλέφαρά της κύλησε ένα δάκρυ.
“Τι είναι αυτό;” ξανάπε δειλά το παιδί με ξέπνοη φωνή.
“Κοίτα, Willy” είπε σοβαρή η μητέρα του σκουπίζοντας αργά τα μάτια της μ’ ένα μαντήλι, “εκεί μέσα, σ’ αυτές τις κάσες βάζει ο κόσμος τους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, που ο καλός Θεός παίρνει από τη γη ξανά κοντά του”.
“Εκεί μέσα;” ψιθύρισε το αγόρι συνεχίζοντας να κοιτάει αχόρταγα τη βιτρίνα.
“Ναι”, συνέχισε η μητέρα του “και τον μπαμπά μέσα σε μια τέτοια κάσα τον…”
“Αλλά”, την διέκοψε ο μικρός που οι σκέψεις του ήταν γαντζωμένες ακόμη στην πρώτη της απόκριση, “Γιατί ο καλός Θεός παίρνει κοντά του και τους μικρούς; Πρέπει να ειναι στ’ αλήθεια καλοί άμα καταλήγουνε τόσο γρήγορα μέσα σ’ αυτό το όμορφο κουτί και μετά μπορούν στον ουρανό να γίνουν αμέσως αγγελάκια! Έτσι δεν είναι;”
Η μητέρα συγκινημένη αγκάλιασε το γιο της με στοργή.
Γονάτισε και μ’ ένα μεγάλο φιλί σφράγισε τα δροσερά του χείλη. Ο μικρός δεν ξαναρώτησε τίποτα. Γύρισε πάλι κατά το παράθυρο και βάλθηκε να κοιτάζει τις μεγάλες βιτρίνες. Στο μουτράκι του έλαμπε ένα χαμόγελο ευτυχίας.
Η μητέρα είχε γυρίσει στη θέση της και δούλευε σκυφτή.
Κάποια στιγμή σήκωσε τα μάτια.
Πάνω στα χλωμά της μάγουλα έτρεχαν δάκρυα.
Άφησε το ύφασμα να πέσει, ένωσε τα χέρια της και σιγανά, με τρεμάμενη φωνή παρακάλεσε: “Θεέ μου, μη μου τον πάρεις!”