Worlds Apart (Ένας Άλλος Κόσμος), κριτική ταινίας

Worlds Apart (Ένας Άλλος Κόσμος), κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Χριστόφορος Παπακαλιάτης

Ηθοποιοί: Χριστόφορος Παπακαλιάτης, Andrea Osvárt, J.K. Simmons, Μαρία Καβογιάννη, Tawfeek Barhom, Νίκη Βακάλη, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Νίκος Χατζόπουλος, Ματθαίος Κοροβέσης, Μηνάς Χατζησάββας

Κριτική: Χριστίνα Ιωαννίδου, Movie Heat

Μετά από την ατελείωτη ουρά που περίμενα στα ταμεία του κινηματογράφου σε καθημερινή, 11 η ώρα το βράδυ, το μόνο που ήλπιζα ήταν τουλάχιστον η ταινία να αξίζει τον κόπο και να με αποζημιώσει για την τεράστια απογοήτευση του «Ουζερί Τσιτσάνης» δύο εβδομάδες πριν. Ε λοιπόν ναι! Η καλύτερη δουλειά του κυρίου Παπακαλιάτη και μια από τις καλύτερες ελληνικές παραγωγές των τελευταίων χρόνων προβάλλεται από χθες στους κινηματογράφους της χώρας μας.

Τρεις ιστορίες αγάπης λοιπόν, τρεις γενιές και ένας κοινός παρονομαστής. Η Ελλάδα του σήμερα. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Το μεταναστευτικό, η ανεργία, ο ρατσισμός, η κατάθλιψη και απέναντί τους στέκεται εχθρός τους ο έρωτας. Το θέμα, ή μάλλον τα θέματα της ταινίας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο επίκαιρα. Ο πόλεμος στη Συρία και το ζήτημα των μεταναστών, όπως και η πολλές φορές ρατσιστική και βίαιη αντιμετώπισή τους επηρεάζει το πρώτο storyline που μιλάει για τον έρωτα μιας Ελληνίδας φοιτήτριας με ένα Σύριο μετανάστη. Ο Farris (Tawfeek Barhom) σώζει την Δάφνη (Νίκη Βακάλη) από το να πέσει θύμα επίθεσης και οι δυο τους ερωτεύονται αγνοώντας τις δυσκολίες που είναι βέβαιο πως περιμένουν την κοινή τους ζωή. Το δεύτερο storyline εστιάζει στην οικονομική κρίση στον επαγγελματικό τομέα και την ανεργία. Ο δυστυχισμένος και καταθλιπτικός 40χρονος Γιώργος (Χριστόφορος Παπακαλιάτης) αντιμετωπίζει προβλήματα τόσο στην οικογένειά του όσο και στην εταιρεία του, στην οποία έρχεται για να κάνει σοβαρές περικοπές η Σουηδέζα Elise (Andrea Osvárt). Ο έρωτας όμως δεν αργεί να μεταμορφώσει και αυτό το ζευγάρι. Τρίτο storyline αναπτύσσεται γύρω από το ερώτημα «μπορούμε να πούμε ποτέ ότι είναι πολύ αργά για έρωτες?». Ο 65χρονος Γερμανός Sebastian (J.K. Simmons) γνωρίζει την δυστυχισμένη νοικοκυρά Μαρία (Μαρία Καβογιάννη) σε ένα σουπερμάρκετ, και τα συναισθήματα μεταξύ τους δεν αργούν να κάνουν την εμφάνισή τους.

Το καλό με τον Παπακαλιάτη σαν Έλληνας κινηματογραφιστής είναι ότι εξελίσσεται και το απέδειξε με τη μετάβαση από το καλούτσικο «Αν…» στο πολύ καλό και πολύ πιο ώριμο «Ένας Άλλος Κόσμος». Οι τρεις ιστορίες του είναι ενδιαφέρουσες και ερμηνευμένες με επιτυχία (yes!). Το σενάριο περνάει έντονα τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα που βιώνει η Ελλάδα (αλλά και η Ευρώπη) του σήμερα τυλιγμένα με ένα όμορφα πλεγμένο πέπλο έρωτα ο οποίος διαπερνάει όλη την ταινία σαν ισχυρός άξονας. Τα κοινά μοτίβα όπως η πομπή του Επιτάφιου και η ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής που ενώνουν τα ζευγάρια είναι όμορφα και πετυχαίνουν να αποδώσουν την απαραίτητη γλυκόπικρη ατμόσφαιρα. Οι ατάκες του βρίσκουν το στόχο τους και προβληματίζουν. Η σκηνοθεσία του είναι γεμάτη με νοσταλγικά και συμβολικά πλάνα (βλ. θερινό σινεμά). Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν ικανοποιητικότατα, με το ζεύγος J.K Simmons (τι ηθοποιάρα ο άνθρωπος ρε παιδιά) και Μαρία Καβογιάννη να συνεπαίρνουν με την απίστευτη χημεία τους. Να τονίσω ότι η τρίτη αυτή ιστορία ήταν και η πιο όμορφη, η πιο βαθιά συγκινητική, η πιο αγνή, η πιο συγκλονιστική, η πιο πρωτότυπη.

Φυσικά, δεν ήταν όλα τέλεια. Υπήρχαν κάποια θέματα υπερβολής. Ορισμένες καταστάσεις είτε εξωραΐζονταν υπέρ του δέοντος ή φαίνονταν επίτηδες χειρότερες για να εκβιάσουν το συναίσθημα στον θεατή αλλά όλα αυτά δεν είναι προβλήματα που θα μείωναν την αξία του έργου για μένα. Τα βασικά στοιχεία μιας καλής ταινίας είναι εδώ. Σενάριο (όχι πάντα πρωτότυπο αλλά ενδιαφέρον, επίκαιρο, με καλό ρυθμό και twist στα κατάλληλα σημεία), σκηνοθεσία (ώριμη, με βαρύτητα τόσο στα πλάνα όσο και στην καθοδήγηση των ηθοποιών και με πολύ ωραίες μεταβάσεις μεταξύ των σκηνών), ερμηνείες (όλοι πολύ καλοί με ειδική μνεία στον οσκαρικό J.K Simmons, την πάντα εξαιρετική Μαρία Καβογιάννη και τον πρόσφατα χαμένο, ταλαντούχο ηθοποιό Μηνά Χατζησάββα), φωτογραφία, σκηνογραφία. Τα αισιόδοξα και απαισιόδοξα μηνύματα που περνάει είναι στις σωστές, σχεδόν ίσες αναλογίες και σε ένα μόνιμο παιχνίδι εναλλαγής μεταξύ τους.

Ακόμα και αν δεν πιστεύετε ότι ο έρωτας είναι η λύση για τα πάντα, τουλάχιστον πρέπει να πιστέψετε ότι η δύναμή του μεταλλάσει και αποτελεί την μεγαλύτερη ελπίδα για να δούμε ένα silver lining στην όλη δύσκολη και καταθλιπτική κατάσταση που ζούμε όσοι απομείναμε στη χώρα μας. Τουλάχιστον αυτός πιστεύω ότι είναι και ο βασικός στόχος του έργου του κυρίου Παπακαλιάτη. Well… I’m sold! Καλή σας διασκέδαση!

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 3.5/5

Για το Movie Heat,
Χριστίνα Ιωαννίδου

Για περισσότερες κριτικές ταινιών και κινηματογραφικά νέα, επισκεφτείτε τη σελίδα μας στο: facebook.com/movieheat

Kριτική: Παρασκευή Γιουβανάκη, Βαθμολογία 3/5
Λίγο πριν κλείσει ακόμη μία (κινηματογραφική) χρονιά, μια από τις πολυαναμενόμενες για τον ελληνικό πληθυσμό, ταινίες, πήρε τη θέση της ανάμεσα στις προγραμματισμένες προβολές για τη μεγάλη οθόνη. Η νέα ταινία του διόλου αδιάφορου για πολλούς, Χριστόφορου Παπακαλιάτη, που έχει και αγγλικό τίτλο καθώς υπάρχουν βλέψεις γα προβολές στο εξωτερικό, είναι εδώ για να μας προβληματίσει.
Τρεις γενιές Ελλήνων αναζητούν τον έρωτα στο δύσκολο σήμερα. Τρεις γενιές ξένων βρίσκουν τον έρωτα στη χώρα μας. Οι άνθρωποι. Οι ματιές τους. Οι ιστορίες τους και η συνάντησή τους με την Ιστορία.
Aς ξεκινήσουμε από τον τίτλο “Ένας άλλος Κόσμος”, ο οποίος συνειδητοποιούμε (από τα πρώτα λεπτά) πως έχει παραπλανητικό χαρακτήρα.
Ο ‘Άλλος Κόσμος” χτίζεται από τον κεντρικό πυρήνα του φιλμ, δηλαδή τη σημερινή κατάντια της Ελλάδας που αποτελεί τη βάση της αλληλοεπίδρασης των τριών όχι τόσο διαφορετικών μεταξύ τους, ιστοριών.
Ο κινηματογραφιστής Xριστόφορος Παπακαλιάτης, στήνει τις τρεις ιστορίες του που πλαισιώνουν το σενάριο, με έναν όχι και τόσο πρωτότυπο και ευρηματικό χαρακτήρα.
Όμως παρά την πικρή γεύση που μας μένει από τα αναμενόμενα γεγονότα, γευόμαστε και μια άλλη, πιο γλυκιά γεύση, αυτή της ελπίδας. Διότι κακά τα ψέματα η ελπίδα είναι αναγκαία και τη χρειαζόμαστε ενώ δεν είναι καθόλου τυχαία η φράση που όλοι-ες ξέρουμε και όλοι-ες έχουμε χρησιμοποιήσει “Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία”.
Είναι από τις σπάνιες φορές που τα κλισέ αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του σεναρίου, λειτουργούν λυτρωτικά στα μάτια και στο μέσα των θεατών ενώ οι εξίσου αναμενόμενες καταλήξεις των χαρακτήρων δεν μπορoύμε να πούμε πως απέχουν κατά πολύ από την πραγματικότητα (της χώρας) μας.
Οι ήρωες αν και δεν είναι καταλλήλως αναπτυγμένοι, παραμένουν πειστικοί ως επί το πλείστον, κυρίως η τετράδα που πρωταγωνιστεί στις δύο τελευταίες ιστορίες. Η πρώτη ιστορία, είναι ίσως η πιο αδύναμη τόσο σκηνοθετικά όσο και σεναριακά. Όσον αφορά το πρώτο, ορισμένες σκηνές θυμίζουν έντονα μουσικό βιντεοκλίπ ενώ για τη περίπτωση του σεναρίου, οι τόσες συμπτώσεις καταντούν κουραστικές ενώ φυσικά, βρίσκονται αρκετά ρεαλιστικά μίλια μακριά.
Η πιο δυνατή στιγμή του έργου παρουσιάζεται ολοκληρωμένα και καλαίσθητα μέσα από την τρίτη και τελευταία ιστορία-αυτή του J.K.Simmons σε ρόλο Γερμανού καθηγητή και της πάντα υπέροχης Μαρία Καβογιάννη που υποδύεται εδώ μια πνιγμένη οικονομικά, Ελληνίδα νοικοκυρά.
Οι δύο αυτοί ηθοποιοί, αποτελούν δίχως υπερβολές μία υποκριτική έκρηξη ενώ είναι και η ιστορία που αγγίζει περισσότερο τους θεατές.
Ένα ακόμη δυνατό στοιχείο που περιτυλίγει τη σκηνοθετική λογική του Παπακαλιάτη, στο οποίο και στηρίζεται ολόκληρο το δημιούργημά του,
είναι ότι ο κύριος Έρωτας, έχει τεράστια ισχύ.
Ας μείνουμε σε αυτό, ας παραλείψουμε την μη κατάλληλη εμβάθυνση και απλοποιημένη μορφή των κακών κειμένων που παρουσιάζονται,
και ας το χαράξουμε στις ζωές μας.
Υ.Γ. Αντίο κύριε Χατζησάββα.

Παρασκευή Γιουβανάκη

Thessaloniki Arts and Culture, http://www.thessalonikiartsandculture.gr

Διαβάστε επίσης

Close