Στ. 73b-82 «ὦ μάκαρ, ὅστις εὐδαίμων… Διόνυσον θεραπεύει»…
Στον μακαρισμό αυτόν του Χορού διαφαίνεται η στενή σύνδεση των βακχικών μυστηρίων με τις τελετές της Κυβέλης, καθώς τονίζονται τα οφέλη που απορρέουν για τους πιστούς από την άσκηση της λατρείας τους.
ὦ μάκαρ, ὅστις εὐδαίμων τελετὰς θεῶν εἰδὼς βιοτὰν ἁγιστεύει
καὶ θιασεύεται ψυχὰν ἐν ὄρεσσι βακχεύων ὁσίοις καθαρμοῖσιν,
τά τε ματρὸς μεγάλας ὄργια Κυβέλας θεμιτεύων
ἀνὰ θύρσον τε τινάσσων
κισσῶι τε στεφανωθεὶς
Διόνυσον θεραπεύει.
Το δίδυμο Μητέρας και Υιού υπήρξε αντικείμενο αρχέγονης λατρείας σε βουνά του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου, της Ανατολίας και της Κρήτης, χωρίς ωστόσο να ακούει παντού με την ίδια ονοματολογία. Η Μητέρα εμφανιζόταν με τα ονόματα Κυβέλη, Ζεμελώ, Δινδυμήνη, Βερεκυντία και Ρέα, ενώ ο Υιός, ο οποίος πιθανότατα ταυτιζόταν με τον Διόνυσο, με τα ονόματα Σαβάζιος, Ζαγρεύς και Βάκχος κατά κύριο λόγο.
Αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν τη συλλατρεία Διονύσου – Κυβέλης σε αρκετές ελληνικές πόλεις (Αιγές, Θήβα, Όλυνθος, Κοτύωρα Πόντου). Όπως θα καταδείξει η ανάλυση, πολλά είναι τα κοινά στοιχεία που εντοπίζονται στις λατρείες αμφοτέρων. Στα τέλη της Κλασικής Εποχής ένα πνεύμα συγκρητισμού διαπνέει την αρχαία ελληνική θρησκεία. Το ενδιαφέρον των πιστών επικεντρώνεται στις μυστηριακές λατρείες, οι οποίες μέσω των τελετών μύησης υπόσχονται την ατομική σωτηρία.
Μια εξ αυτών θεωρείται η λατρεία της Κυβέλης ή της Μητέρας των Θεών ή της Μεγάλης Μητέρας, όπως συνεκδοχικά ονομαζόταν. Επρόκειτο για μια Θεότητα καταγόμενη από τη Φρυγία, η λατρεία της οποίας έγινε δύσκολα αποδεκτή, διότι εισήγαγε μια διάσταση μαγική, άγρια και ακατανόητη. Οι ανατολικές καταβολές της ανακινούσαν στη μνήμη των Ελλήνων τις απάνθρωπες και επώδυνες εμπειρίες τους από τους Μηδικούς Πολέμους.
Ο χαρακτήρας της απόκρυφος, σκοτεινός, οργιαστικός, εκστατικός, αποκλίνων σε επίπεδο τελετουργίας, κατ’ αναλογία με τη λατρεία του Διονύσου. Πρωτοεμφανίστηκε σε φρυγικές επιγραφές του 7ου αιώνα με την προσωνυμία «Μάταρ», συνοδευόμενη συχνά από το επίθετο kubileya, που σημαίνει ορεινή. Τα σημαντικότερα ιερά της («Μητρώα») στο Γόρδιο, στις Σάρδεις και στον Πεσσινούντα.
Πιθανολογείται ότι εισέδυσε στον ελλαδικό χώρο κατά την Αρχαϊκή Εποχή και διαδόθηκε ταχύτατα κατά τον 5ο αιώνα. Εκτός της ηπειρωτικής Ελλάδας, διαδόθηκε στο Αιγαίο, στη Μαύρη Θάλασσα, στη Μικρά Ασία και στην Κάτω Ιταλία.
Στη Ρώμη έγινε δεκτή ως Magna Mater. Στην πρώιμη φάση εξέλιξης της λατρείας της δεν υπάρχουν στοιχεία που να πιστοποιούν την ύπαρξη οργανωμένου ιερατείου. Εντοπίζονται αναφορές για πλανόδιους «μητραγύρτες», στους οποίους δεν αποδίδονταν τιμές, καθώς θεωρούνταν απατεώνες.
Ωστόσο, επιγραφές του 3ου αιώνα π.Χ. υποδηλώνουν αλλαγές σε επίπεδο οργάνωσης. Γίνεται αναφορά σε «οργεώνες», δηλαδή θιάσους, και ανάθεση της οργάνωσής τους σε ιέρειες.
Από τον Φώτιο, τη Σούδα και τον Ιουλιανό τον Παραβάτη παραδίδεται ότι οι Αθηναίοι φόνευσαν κάποτε έναν μητραγύρτη, όταν εκείνος επιχείρησε να μυήσει κάποιες γυναίκες της Αθήνας στη λατρεία της Κυβέλης. Η πράξη αυτή προκάλεσε την οργή της Θεάς, η οποία τιμώρησε την πόλη με λοιμό. Για να την εξευμενίσουν οι Αθηναίοι, ίδρυσαν προς τιμήν της το Μητρώο στην Αγορά.
Η λατρεία της σταδιακά αφομοίωσε στοιχεία ελληνικών μητρικών Θεοτήτων, όπως της Ρέας, της Γης και της Δήμητρας, με αποτέλεσμα να ταυτίζεται συχνά με αυτές στα πλαίσια της αρχαίας θρησκείας. Χαρακτηριστικό μέσο της λατρείας της το τύμπανο, ο χτύπος του οποίου συμβόλιζε τα βαρβαρικά της βήματα που την έφεραν από την Ανατολία. Το τύμπανο συναντάται και στη λατρεία του Διονύσου.
Εὐριπίδου Βάκχαι, Μετάφραση – Σχολιασμός : Ελευθέριος Α. Λούχοβιτς, σελ. 119 – 120, εκδ. Αριστοτέλειο Φιλολογικό Πολυγύρου, Πολύγυρος, 2021