Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού,
δεν ξέρω πότε, όμως τα βράδια
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο,
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων
ή περνούν μες στον καθρέφτη πρόσωπα,
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα,
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα,
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό,
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε,
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση…
Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα –
τι έρωτες Θεέ μου, τι ηδονές
τι όνειρα…
Ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.
Τάσος Λειβαδίτης