Αλταζώρ ο Υψιέραξ ήτοι Πλους αλεξιπτώτου, Βισέντε Ουιδόβρο

Αλταζώρ ο Υψιέραξ ήτοι Πλους αλεξιπτώτου, Βισέντε Ουιδόβρο

Ο Vicente Huidobro, ή Vicente García Huidobro Fernández όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1893, στο Σαντιάγο της Χιλής και ήταν ποιητής της πρωτοπορίας και ιδρυτής του πειραματικού λογοτεχνικού κινήματος του «κρεασιονίσμο». Φοίτησε σε σχολείο Ιησουϊτών και σπούδασε λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο. To πιο γνωστό ποιητικό του έργο ήταν το «Αλταζώρ ο Υψιέραξ, ήτοι Πλους Αλεξιπτώτου», αλλά έγραψε και «Τετράγωνος ορίζοντας», «Πύργος του Άιφελ», «Επιλεγμένες εποχές» και «Αρκτικά ποιήματα». Πέθανε στις 2 Ιανουαρίου 1948, σε ηλικία 54 ετών.

Αλταζώρ ο Υψιέραξ ήτοι Πλους αλεξιπτώτου, Βισέντε Ουιδόβρο

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ AΠO TO A AΣMA

Εγώ είμαι ο Αλταζώρ
ο Υψιέραξ
Αιχμάλωτος μέσʼ στο κλουβί της μοίρας του
Εις μάτην πιάνομαι απʼ τα κάγκελα της εφικτής απόδρασης
Ένα λουλούδι μου ʼφραξε το πέρασμα
Κι εγείρεται σαν άγαλμα απʼ τις φλόγες
Η ανέφικτη απόδραση
Με τη λαχτάρα προχωρώ πιο αδύναμος ακόμη
Κι από στρατιάν αφώτιστη ανάμεσα σε ενέδρες
Είδα το φως της μέρας στον αιώνα
Που ξεψυχούσε ο χριστιανισμός
Επάνω στο σταυρό του μαρτυρίου
Είναι έτοιμος νʼ αφήσει την ύστερη πνοή του
Αύριο τι θα βάλουμε στη θέση του;
Θα βάλουμε μίαν αυγή ή κάποιο σούρουπο
Μα γιατί σώνει και καλά κάτι να βάλουμε;
Το στεφάνι απʼ αγκάθια
Μαραίνεται φυλλορροώντας άστρα
Πεθαίνει ο χριστιανισμός που κανένα πρόβλημα δεν έλυσε
Που μόνο δίδαξε νεκρές προσευχές
Πεθαίνει ύστερα από δυο χιλιετίες
Μια εκκωφαντική ομοβροντία τερματίζει τη χριστιανική εποχή
Ο ετοιμοθάνατος Χριστός παίρνει μαζί του εκατομμύρια
Σωριάζεται μαζί με τους ναούς του
Και διανύει το θάνατο με απέραντη συνοδεία
Μυριάδες αεροπλάνα χαιρετίζουν τον καινούριον αιώνα
Αυτά είναι τα μαντεία κι αυτά είναι τα λάβαρα

Πάνε μονάχα έξι μήνες
Που απίθωσα το άνθος της ισημερίας
Στον ένοπλο τάφο του καρτερικού σκλάβου
Δέσμη ελέους επί ανθρωπίνης μωρίας
Εγώ είμαι αυτός που σας μιλάω ετούτη τη χρονιά το 1919
Ήρθε ο χειμώνας
Και πια η Ευρώπη έθαψε όλους τους νεκρούς της
Χιλιάδες δάκρυα έχουν γίνει ένας μοναδικός σταυρός χιονιού
Κοιτάχτε αυτές τις στέπες που τινάζουν τα χέρια τους
Εκατομμύρια εργάτες επιτέλους κατάλαβαν
Και ως τους ουρανούς σηκώνουν της χαραυγής τα λάβαρα
Ελάτε ελάτε είστε σεις η ελπίδα
Η μόνη ελπίδα
Η τελευταία ελπίδα.

Εγώ είμαι ο Υψιέραξ εμού του ιδίου ο σωσίας
Αυτός που τις δικές του πράξεις βλέπει και καταπρόσωπα τον άλλον χλευάζει
Ο που απʼ τα ύψη του άστρου του έχει πέσει
Και που ταξίδεψε εικοσιπέντε χρόνια
Απʼ των προκαταλήψεών του το αλεξίπτωτο κρεμάμενος
Εγώ είμαι ο Υψιέραξ του ασίγαστου πόθου
Και της ακόρεστης λαχτάρας της αποκαρδιωμένης
Σάρκα που οργώσανε τʼ αλέτρια του άγχους
Πώς άραγε θα κοιμηθώ όσο μέσα μου υπάρχουν άγνωστες ήπειροι;
Ερωτήματα
Μυστήρια γαντζωμένα στα στήθια μου
Είμαι μόνος
Η απόσταση ανάμεσα σε δύο σώματα
Είναι εξίσου αχανής όσο ανάμεσα σε δυο ψυχές
Μόνος
Μόνος
Μόνος
Κατάμονος ισορροπώ επάνω στην αιχμή του ετοιμοθάνατου έτους
Του σύμπαντος τα κύματα σπάνε στα πόδια μου
Ενώ οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω απʼ την κεφαλή μου
Κι ανακατεύουν τα μαλλιά μου με τον αέρα που σηκώνουν
Χωρίς όμως με μιαν απόκριση να γεφυρώσουν τις αβύσσους
Μα και χωρίς τον πόθο τον απόκοσμο να βρουν μέσʼ στην πανίδα τʼ ουρανού
Μια παρουσία μητρική όπου νʼ αναπαυθεί η καρδιά
Ένα κρεβάτι στη σκιά του στρόβιλου από αινίγματα
Ή μια παλάμη να χαϊδεύει τους παλμούς του πυρετού
Θεός διάχυτος στο μηδέν και το παν
Θεός παν και μηδέν
Θεός σε λέξεις και χειρονομίες
Θεός νοητός
Θεός ανάσα
Θεός νεότατος Θεός παμπάλαιος
Θεός που σήπεται
απόμακρος εγγύτατος
Θεός ζημωμένος με την αγωνία μου

Ας συνεχίσουμε να καλλιεργούμε της πλάνης το χωράφι στο μυαλό μας
Και της αλήθειας το χωράφι στο στέρνο μας επάνω
Ας συνεχίσουμε
Ίδια κι απαράλλαχτα όπως χθες αύριο κι έπειτα και μετά
Όχι
Δεν πάει άλλο. Ας αλλάξουμε τη μοίρα μας
Ας πυρπολήσουμε τη σάρκα μας στο βλέμμα της αυγής
Ας πιούμε τη δειλή διαύγεια του θανάτου
Την πολική διαύγεια του θανάτου
Το χάος υμνεί ένα χάος με ανθρώπινο στήθος
Από ηχώ σε ηχώ θρηνεί ανά το σύμπαν
Και καταρρέει με τους μύθους του εν μέσω οπτασιών
Αγωνία κενού με υψηλό πυρετό
Πικρή επίγνωση της μάταιης θυσίας
Της άχρηστης εμπειρίας της ουράνιας ήττας
Της σπαταλημένης δοκιμής
Ακόμη κι αφού ο άνθρωπος εκλείψει παντελώς
Και στην πυρά του χρόνου καεί κι αυτή ακόμη η μνήμη του
Μια γεύση πόνου θα πλανάται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα
Που αιώνες την εισέπνεαν άθλια στήθη που θρηνούσαν
Μέσα στα ερέβη θα πλανάται η μοχθηρή σκιά
Ενός απέραντου δακρύου
Και μια φωνή χαμένη αλαλάζοντας έρημη
Μηδέν μηδέν μηδέν
Όχι
Δεν μπορεί
Την ηδονή ας γευτούμε
Και τη ζωή εν τη ζωή ας την εξαντλήσουμε
Θάνατος στον θάνατο που μέσα του έχουν παρεισφρύσει οι λάγνες ραψωδίες
Τα πιάνα τʼ απαλά τα λάβαρα που όμοια χρυσαλλίδες μεταλλάσσονται
Στου σύμπαντος την άκρη τα βράχια του θανάτου όλο θρηνούν
Ο άνεμος παίρνει την πικρή τους άνθηση
Τον καημό της άνοιξης που δεν μπορεί να γεννηθεί
Τα πάντα είναι παγίδες
του πνεύματος παγίδες
Ηλεκτρικές μεταγγίσεις ονείρου και πραγματικότητας
Οι σκοτεινές διαύγειες ετούτης της ατέρμονης απόγνωσης της απολιθωμένης σε μοναξιά
Να ζεις να ζεις μέσʼ στα σκοτάδια
Μέσʼ σε αλυσίδες πόθων τυραννικών και περιδέραια από βογκητά
Και μιαν αιώνια πορεία στα εσώτερα του εαυτού
Με οδύνη αμετάβλητων περάτων με καταισχύνη ενός ταλαίπωρου αγγέλου
Με χλεύη ενός θεού νυκτερινού
Πέφτοντας με σπασμένες τις κεραίες καταμεσής του σύμπαντος
Ανάμεσα από πτερόεντα πελάγη κι από λιμνάζουσες αυγές
(…)

 

Βισέντε Ουιδόβρο, “Αλταζώρ ο Υψιέραξ ήτοι Πλους αλεξιπτώτου”, Μανδραγόρας, 2018 (μτφρ: Βίκτωρ Ιβάνοβιτς)

Διαβάστε επίσης

Close