Απρίλης στη Σταδίου, από τη Madi Kousta

Απρίλης στη Σταδίου, από τη Madi Kousta

Απρίλιος γλυκός σε μεγάλα κέφια και εγώ σε μια στοά κάπου στη Σταδίου, καθισμένη αναπαυτικά σε ένα καφέ-μπαρ.

 

Το μυαλό απολαυστικά άδειο, δεμένο αρόδο στην ακινησία του απόβραδου της Κυριακής και τα μάτια καρφωμένα να χαζεύουν τις χορευτικές ικανότητες του καπνού από το τσιγάρο μου.

Μια σκιά τραβάει ξαφνικά την προσοχή μου και ξεσκαλώνει το βλέμμα από τον καπνό. Μια μικροκαμωμένη σκιά κινείται αθόρυβα αλλά σβέλτα, σύριζα στις κλειστές βιτρίνες της στοάς. Είναι άνθρωπος η σκιά, γύρω στα εξήντα, με πλάτη τόσο κυρτή που λίγο απέχει το πρόσωπο του από το καλογυαλισμένο πάτωμα, Αξιοπρεπέστατα ντυμένος, με ένα διάφανο πλαστικό ποτήρι νερού στο χέρι.

Έρχεται και στέκεται λοξά μπροστά μου, τόσο όσο να μην μπλοκάρει το οπτικό μου πεδίο και σε απόσταση ασφαλείας τόση, όση πρέπει για να μην ενοχληθώ. Κοιταζόμαστε κι αφού μετράει το βλέμμα μου, ζητάει ένα τσιγάρο. Απλώνει δειλά το χέρι παίρνει το τσιγάρο και κοιτάζοντας με στα μάτια μου λέει απολογητικά:

– «Δε ζητάω συνήθως. Έμενα στη Σταδίου, κοντά στο xxx… ,αλλά πέρασε ο δήμος και μου μάζεψε όλα τα πράγματα, ρούχα, κουβέρτες, σλίπινγκ μπαγκ, όλα…, δεν έχω τίποτε τώρα…..».
Δεν είχε απόγνωση ή απελπισία η φωνή του, μόνο μια βραχνάδα. Αξιοπρέπεια και βραχνάδα.

Στις ερωτήσεις μου γιατί δεν πάει σε κάποιο ξενώνα φιλοξενίας του Δήμου, απαντά πως δύσκολα φιλοξενείται εκεί κάποιος άνω των πενήντα ετών. Υπάρχει όμως ένα ξενοδοχείο, μου λέει, που με πέντε ευρώ μπορεί να κάνει ένα μπάνιο. Έφερε το ποτήρι κοντά στο κόρφο του, σαν ένδειξη ότι δε το λεει γιατί θέλει χρήματα…

Προσπαθώ να μην αλλάξει η έκφραση του προσώπου μου και να διατηρήσει την αταραξία που είχε πριν, όταν χάζευα τον καπνό που χόρευε κι άλλαζε χρώματα… Γκρι-πράσινο, γκρι- πράσινο- κρατήσου από τα χρώματα… μην τον προσβάλλεις.
Το μυαλό μου είχε σηκώσει πια άγκυρα. Είχε ξεσπάσει μπουρίνι και έψαχνε τη ρότα του…

Είχα φύγει από το ξενοδοχείο χωρίς πορτοφόλι, με ελάχιστα χρήματα (για λόγους ασφαλείας, τρομάρα μου), είχα παραγγείλει στο καφέ και περίσσευαν μόνο κάτι κέρματα… Με σιχτίρισα βουβά για την προνοητικότητά μου, αλλά με τόση αγανάκτηση που βούιξαν τ΄ αυτιά μου. Έβγαλα ότι είχα και τα έχωσα στο διάφανο ποτήρι που το κρατούσε κοντά στο στήθος του..

Ευχαριστώ, δεν ζητάω συνήθως, επανέλαβε…. Έκανε μεταβολή και ξανάγινε μια σκιά στη στοά, τη λουσμένη από το φως της πρόσοψης του διπλανού κλειστού καταστήματος, με το χαλαρωτικό πράσινο φως, το πράσινο της ελπίδας.

Την επομένη μέρα το απόγευμα, κάθισα σε ένα καφέ σε παράδρομο γνωστής πλατείας του κέντρου. Χάζευα τον κόσμο που περνούσε. Χρωματιστός. Πολλές οι φυλές. Οι Έλληνες λίγοι. Δύο, τρεις σταμάτησαν μπροστά μου με τον ίδιο τρόπο, όπως ο χθεσινός, χωρίς να μπλοκάρουν το οπτικό μου πεδίο, σε απόσταση ασφαλείας και ζήτησαν τσιγάρο. Δε ζητούσαν χρήματα, μόνο τσιγάρο. Έλληνες, μεσήλικες, άστεγοι με ένα σακίδιο και την αξιοπρέπεια στην πλάτη.

Στο δρόμο για το γυρισμό, σε μια στροφή πιάνει το μάτι μου μια κυρία να πουλάει χαρτομάντιλα. Γύρω στα πενήντα και κάτι ήταν. Στεκόταν στητή με κολλημένη την πλάτη στον τοίχο, σε στάση προσοχής παιδιού το είχαν βάλει τιμωρία. Με περίσσια απελπισία επαναλάμβανε μηχανικά και φοβισμένα έκκληση να αγοράσουμε την πραμάτεια της.

Συνάντησα κι άλλους πολλούς στη διαδρομή, γυναίκες και άντρες σε γωνίες να πουλάνε κάτι (χαρτομάντιλα τις περισσότερες φορές). Δεν είχαν την κοψιά του συνηθισμένου επαγγελματία επαίτη, ήταν αλλιώτικοι τούτοι, νεόφερτη κάστα…

Σήμερα το πρωί στην ασφάλεια του νησιού, διάβαζα ότι εξασφαλίστηκαν 10.000 κατοικίες το 2017 και άλλες 10.000 το 2018 με χρηματοδότηση 100%απο την Ευρωπαϊκή Ένωση για να στεγαστούν πρόσφυγες. Καλό και άγιο αυτό σκέφτηκα.

Απρόσμενα, ξεχύθηκε μπροστά μου το πράσινο φως από τη στοά στη Σταδίου.
Ζωντάνεψε πάλι το βράδυ της Κυριακής μπροστά μου, αλλά αυτή τη φορά, ήταν πολλές οι σκιές που κουνιόντουσαν αθόρυβα, σύριζα στις κλειστές βιτρίνες της στοάς…

Γράφει η Madi Kousta

Thessaloniki Arts and Culture 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close