Μία μικρή ιστορία για την αγάπη

Μία μικρή ιστορία για την αγάπη

Η ανακοίνωση ήταν σαφής. Η απογείωση του αεροπλάνου θα καθυστερούσε ακόμα δύο ώρες. Πήγε στην καφετέρια, άνοιξε το λαπτοπ του, παρήγγειλε έναν espresso κι άρχισε να απαντάει στα επαγγελματικά του μέηλ.

-Αλέξανδρε; άκουσε μία γνώριμη φωνή μα ξεχασμένη από χρόνια να τον καλεί, παραξενεμένος καθώς είχε ν’ ακούσει τη μητρική του γλώσσα ή το όνομά του με σωστή προφορά πάνω από δέκα μέρες.

Γύρισε το κεφάλι του απορημένος και είδε τον φίλο του Κώστα. Σάστισε και σε λίγα δευτερόλεπτα του ήρθαν σκηνές στον νου απ’ όταν ήταν κι οι δύο φαντάροι στη Ρόδο, θαρρείς έτη φωτός πριν.

-Έπρεπε να έρθω Νέα Υόρκη για να σε συναντήσω! Τι κάνεις αδερφέ;

Και μετά το μαγικό, που ακόμα κι αν έχεις να δεις κάποιον 18 χρόνια, όταν είναι φίλος, είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα, παρά τα τόσα γεγονότα, τις νέες ιδιότητες, την απώλεια αθωότητας και τις γκρίζες τρίχες στους κροτάφους.

Ο καφές έγινε ουίσκι, η αγκαλιά έγινε εκ βαθέων συζήτηση, γέλια, δάκρυα απ’ τα γνήσια, τα ανδρικά, όταν θυμάσαι, όταν πιο πολύ φέρνεις στον νου σου τον εαυτό σου το μακρινό ’93, όταν θυμάσαι να ζουν ακόμα οι γονείς σου, να λες ‘πατέρα’, ‘μητέρα’, λέξεις που πια έχεις καταργήσει από το λεξιλόγιό σου, τότε που καπνίσατε κρυφά στη σκοπιά ένα τσιγάρο απ’ τα απαγορευμένα και γελάσατε πολύ με μία φάρσα σ’ έναν Παπαλουκά, τι να κάνει τώρα ο Παπαλουκάς; Μα θυμάσαι; Θυμάμαι.

‘Γεια μας’ κι άσπρο πάτο ενώ ζωές ξανασμίγανε πάνω από blackberry και δερμάτινους χαρτοφύλακες, βέρα στο δεξιό παράμεσο και νέα προσθήκη θεμάτων πια, για την ύφεση, για μετοχές, για γυναικόπαιδα.

-Μίλα μου ρε Αλέξανδρε. Είσαι ευτυχισμένος;

-Θέλω να σου πω ναι, με όλη μου τη δύναμη. Αλλά ξέρεις τι λέει εκείνη; Να φοβάμαι το μάτι. Και μ ‘ έχει κάνει σαν τα μούτρα της ρε μαλάκα. Φοβάμαι να το παραδεχτώ. Αγάπησα μία γυναίκα τρελή. Αλλιώτικη. Μου ‘πε μια μέρα, άκου Αλέξανδρε, μη δείχνεις πόσο καλά είμαστε. Θα πέσουν να μας φάνε. Στα έργα, λέει η τρελή μου, πάντα ξεκινάει η ιστορία με μία ωραία εικόνα. Ένα ανδρόγυνο ευτυχισμένο, να τρώει πρωινό, ένα μωρό στην κούνια, ένα λαμπραντόρ που φέρνει την εφημερίδα. Και στα πρώτα δεκαπέντε λεπτά της ταινίας, η υπόθεση ανατρέπεται.

-Είσαι ερωτευμένος ρε; Πόσο καιρό είστε μαζί;

-Δεν θυμάμαι, μια ζωή νιώθω. Τη γνώρισα σ’ ένα γλέντι κάπου στην Κρήτη. Χόρευε κόσμος, μαύρα πουκάμισα, ρακή, πολύ ρακή. Ξαφνικά στο κέντρο της πλατείας μια κοπέλα με εμπριμέ φόρεμα να κάνει μία φιγούρα αλλιώτικη. Στεκόταν στις μύτες των ποδιών της και έκανε κάτι περίεργα με τα χέρια της. Στροβιλιζόταν αργά. Οι γύρω χειροκροτούσαν κι εκείνη χαμογελούσε με κλειστά τα μάτια. Ρε Κώστα, αυτό ήταν. Λέω αυτή την κοπέλα θα την πάρω μαζί μου φεύγοντας.

Ανακοίνωση, επιβίβαση, απογείωση. Κουβέντες για δουλειές, για κοινούς γνωστούς, αναμνήσεις, πλάνα.

Φτάσανε Αθήνα. Σε μία χειμωνιάτικη χιονισμένη Αθήνα.

-Πάμε σπίτι να στη γνωρίσω.

-Όχι είναι αργά, είμαι κουρασμένος, εξάλλου δεν θέλω να σας ενοχλώ.

-Έλα. Θα μείνεις σ’ εμάς και φεύγεις αύριο για Μυτιλήνη.

Φτάσανε σ’ ένα σπίτι φωτισμένο. Γεμάτο μουσικές και φωνές.

-Πάρτυ έχετε;

-Όχι, είπε γελώντας. Έλα μέσα. Πρόσεξε τα γατόσκυλα, έχουμε κάμποσα.

Στο σαλόνι πετσέτες απλωμένες στο πάτωμα, ένα φορητό ραδιόφωνο, δύο παιδάκια να φοράνε πιτζάμες κι από πάνω μαγιώ, μία γυναίκα με φόρμες και φανελάκια κι από πάνω ολόσωμο μαγιώ να τραγουδάνε καλοκαιρινούς σκοπούς.

-Μπαμπά, μπαμπάαα, φώναξε το πιο μεγάλο πιτσιρίκι κι έτρεξε στην αγκαλιά του Αλέξανδρου. Παίγιουμε θάλαχια!

Ο Κώστας ξέσπασε σε γέλια.

-Να σας συστήσω. Η Ζωή, ο Κώστας. Ο γιος μου ο Δήμος, η κόρη μου η Χριστίνα.

-Χαίρομαι πολύ, είπε εκείνος. Εννοώντας το όσο ποτέ.

-Δεν θα γνωρίσεις τα υπόλοιπα μέλη; Απο’ δω ο γάτος μας ο Αραξοβόλης. Ο σκύλος μας ο Κτήνος και το μικρό μας κανισάκι ο Λούα Λούα.

Εκείνος γέλασε ακόμα περισσότερο.

‘Καθήστε’ είπε η Ζωή. ΄Προφανώς είστε φίλοι απ τα παλιά και θέλετε να τα πείτε ανδρίκια’.

Τους ετοίμασε μεζέδες και τσίπουρα ενώ ακόμα φορούσε τα θαλασσινά της πάνω απ τις αστείες της πιτζάμες.

Τα παιδιά μιλούσαν δυνατά, γελούσαν, πανδαιμόνιο και ανυπόφορα υπέροχη ηχορύπανση.

-‘Θα παίξουμε άλλο παιχνίδι τώρα’ είπε απευθυνόμενη στα παιδιά.

‘Θα παίξουμε το παιχνίδι ποιος θα μείνει πιο πολύ ώρα σιωπηλός. Όποιος κερδίσει θα τον πάω με βάρκα για ύπνο στο κρεβάτι του. Αλλά δεν πρέπει να ακουστεί ούτε λέξη, όσο θα μου ζωγραφίζετε τι όνειρα είδατε το μεσημέρι’.

-Φαίνεται πολύ καλή, είπε στον παλιό του φίλο ο Κώστας. Έχεις φτιάξει ωραία οικογένεια. Δεν στο είχα ρε φίλε. Νόμιζα ότι θα γυρνάς πάντα με χαζογκόμενες.

-Κι εγώ έτσι έλεγα. Δεν προλαβαίνω να βαρεθώ μαζί της. Πώς να προλάβω; Ξέρεις τι κάνει; Έχουμε ρεπό. Παίρνουμε ρεπό από το σπίτι και τα παιδιά. Μου αφήνει αινίγματα στο σπίτι. Να καταλάβω που θα πάει το σαββατοκύριακο. Πηγαίνω και τη βρίσκω. Δεν με αναγνωρίζει. Κάθε φορά είναι αλλιώς. Ζούμε ένα παράλογο εφήμερο έρωτα και γυρνάμε σαν να μην έγινε τίποτα. Μου κάνει και σκηνές που είχα πάει το σκ. Είναι τρελή.

-Φίλε σε ζηλεύω. Εγώ έχω ξεχάσει πώς είναι να σε αγαπάει μια γυναίκα. Εγώ ε; Που όταν με γνώρισες είχα ήδη αρραβωνιαστεί. Πώς τα φέρνει η ζωή ε;

Ο χρόνος περνούσε. Οι φίλοι δεν ξαναχάθηκαν. Εκδρομές, γέλια, χαρές,κουβέντες αλλιώτικες, ωραίες. Κι ο Κώστας να βλέπει στη Ζωή αυτή που δεν έζησε. Αυτή που λαχτάρησε.

Πάσχα ήταν. Καλεσμένος σ’ εκείνους. Την καμάρωνε να μαγειρεύει, να σερβίρει, να ξεκινάει τον χορό, να λέει αστεία. Ένα τραπέζι γεμάτο κόσμο γελαστό με ροδαλά μάγουλα. Τότε το πρόσεξε. Ο Αλέξανδρος είχε πάλι εκείνο το ύφος. Το ύφος του τυχοδιώκτη, του αυτοκαταστραφικού ματαιόδοξου γόη. Ο φίλος του τραγουδούσε και κοίταζε καρφωτά στα μάτια κάποια άλλη κι αυτή η άλλη ανταποκρινόταν. Άρχισε να παρατηρεί κινήσεις, το πώς αγγίζονταν ‘τυχαία’, το πώς λείπανε κι οι δυο απ’ το τραπέζι.

Πόση απληστία, σκέφτηκε. Να χεις τον Θεό και να κοιτάζεις τους Αγίους, όπως έλεγε κι η μάνα του. Πήγε στην κουζίνα να ψάξει για κάτι να του ηρεμήσει τον ξαφνικό πονοκέφαλο, κάτι να του πάρει μακριά την αηδία. Η Ζωή σιγοτραγουδούσε κάτι στα γαλλικά χαρούμενη κόβοντας φρούτα.

-Εεεεπ, ήρθες να με βοηθήσεις;

-Ήρθα να με βοηθήσεις, είπε σαν υπνωτισμένος.

Η Ζωή γέλασε. ‘Σφάξε τον ανανά και ξέρασέ τα όλα. Αλλά όχι κυριολεκτικά ε; Περιμένουμε να βγει και το κοκορέτσι’.

-Πονάει πολύ το κεφάλι μου. Μπορείς να μου δώσεις τίποτα; με ψεύτικο μειδίαμα, σαν να ασκούσε βία στα μάγουλα να υποκριθούν χαμόγελο.

-Είμαι κατά των χαπιών. Έχω δηλαδή, αλλά θα πρέπει να κάνω ανασκαφή στο σπίτι και τρέχα γύρευε. Να σου κάνω κόλπα σαν αυτά που κάνανε στο Καράτε Κιντ;

-Κάνε μου, είπε, πιο σοβαρός από ποτέ.

Εκείνη ένωσε με δύναμη τις παλάμες κι άρχισε να τις τρίβει. ‘Σσσσ’, του είπε, νομίζοντας ότι εκείνος θα παραπονιόταν ‘αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία’.

Έβαλε τα δάχτυλά της στα μηνίγγια του και άρχισε να κάνει κυκλικές κινήσεις. Εκείνος ούτε καν ανοιγόκλεινε τα μάτια του. Είχε παραδοθεί. Εκείνη συνέχιζε να ασκεί πίεση στους κροτάφους του, σιωπηλή μα με ύφος που ολοένα και γινόταν πιο ανήσυχο.

-Καλύτερα;

-Ναι. Εσύ;

-Εγώ, τι;

-Πώς είσαι;

-…Αγχωμένη. Θέλω να φάτε και να πιείτε καλά.

-Πώς είσαι; κάνοντας ένα βήμα ακόμα πιο κοντά της τόσο που οι ανάσες τους έσμιγαν και τα βλέφαρά τους ακουμπούσαν.

Εκείνη έκανε ένα αμήχανο αστείο και επέστρεψε στον πάγκο της να κόβει μηχανικά τα φρούτα. Εκείνος ένα βήμα πιο πίσω, έστεκε και την κοιτούσε σαν να έβλεπε μπροστά του ένα θαύμα ανεξήγητο.

Αίμα στον ξύλινο πάγκο κι εκείνη ξέσπασε σε κλάματα.

Έπιασε το δάχτυλό της και το πίεσε ψιθυρίζοντάς της ‘μη φοβάσαι’.

Εκείνη δεν έκλαιγε πια αλλά τον κοιτούσε με υγρό βλέμμα και απορία.

Πλησίασε στο πρόσωπό της και της φίλησε τα δάκρυα. Εκείνη σιωπηλή και ήρεμη του το επέτρεπε.

-Ακόμα και τα δάκρυά σου είναι γλυκά, Ζωή.

Πήρε το δάκτυλό της και το έβαλε στο στόμα.

-Το πιο μεθυστικό κρασί, της είπε αναφερόμενος στο αίμα της.

Φαντάσου τώρα τον χρόνο να στριμώχνεται σε εικόνες και ντύσε το με μουσική γρήγορη. Βάλε με τον νου σου τις εποχές ν’ αλλάζουν, τη Γη να περιστρέφεται, πρόσωπα με ιλιγγιώδη ταχύτητα να τα βλέπεις να μιλάνε, να σιωπούν, να γελάνε, να κλαίνε, να μένουν ακίνητα. Λουλούδια να ανθίζουν, να μαραίνονται.

Η Ζωή ξύπνησε όπως όλα τα πρωινά την ίδια ώρα. Κατέβηκε στην κουζίνα κι έφτιαξε καφέ. Άρχισε να ζυμώνει ψωμί και να μαγειρεύει μακαρόνια με κιμά. Άχρωμη, άκεφη. Βγήκε στον κήπο και γέμισε το δοχείο των σκυλιών με τροφή, φρόντισε τον γάτο. Ανέβηκε στα παιδικά δωμάτια και σκέπασε καλύτερα τα παιδιά της.

Κατέβηκε πάλι στην κουζίνα και άνοιξε έναν κίτρινο φάκελο. Έπινε απ’ την κούπα της καφέ και κοίταζε παγερά ανέκφραστη φωτογραφίες. Φωτογραφίες του Αλέξανδρου και της καλύτερής της φίλης. Να γελάνε, να φιλιούνται, να μπαίνουν σε κάποιο αυτοκίνητο.

Ο Αλέξανδρος κατέβηκε νυσταγμένος στην κουζίνα και έκανε κάποιο σχόλιο για τις ωραίες μυρωδιές. Πήγε να τη φιλήσει κι εκείνη έστρεψε το πρόσωπό της από την άλλη μεριά, κρύβοντας τον φάκελο διακριτικά.

‘Θα φύγω για λίγες μέρες’ της είπε ενοχικά. Έχουμε μία σύσκεψη με τους μεγάλους. Πρέπει να πάω πάλι Αμερική’.

‘Να πας’ απάντησε κοιτάζοντας έξω απ ‘το παράθυρο , έχοντας αποφασίσει πρόχειρα πώς η πρώτη τιμωρία του θα ήταν η σιωπή και η αποστροφή του βλέμματος.

Ένιωθε προδομένη, άδεια. Αλλά κι εξίσου ένοχη. Όλον αυτόν τον καιρό στα όνειρά της πρωταγωνιστούσε κάποιος άλλος. Ο Κώστας. Δεν είχε ξαναβρεθεί μόνη μαζί του και τον απέφευγε με όλη της τη δύναμη. Αλλά ήξερε πώς εκείνος κρυβόταν πίσω από τα λουλούδια που λάμβανε κάθε φορά που ο Αλέξανδρος έλειπε.

Εκείνο το Πάσχα τον είχε συναντήσει στην αγορά λίγο πριν εκείνος πάει σπίτι να τους βρει. Εκείνος κρατούσε μία ανθοδέσμη κι εκείνη παγωτά. ‘Αυτά για σένα’ της είχε πει μα από την αμηχανία του τα τριαντάφυλλα πέσανε κάτω στα λασπόνερα. Εκείνη αφού γέλασε του είπε, ‘κοίτα, δεν είναι όμορφη εικόνα; Λάσπη και τριαντάφυλλα. Μην τα σηκώσεις ακόμα. Δες τα. Είναι όλη η ζωή. Με το ζήτα μικρό ε; Εγώ είμαι μόνο λάσπη.’

Όταν τελικά τα πήρε ξανά στα χέρια της, του είπε, θα κρατήσω ένα. Για μένα. Τα υπόλοιπα έλα να τα κάνουμε αιώνια. ‘Πώς;’ τη ρώτησε. ‘Θα τα αφήσουμε σε ένα τυχαίο αυτοκίνητο. Σκέψου το. Ένα μπουκέτο λασπωμένα τριαντάφυλλα σε κάποιον υαλοκαθαριστήρα φυλακισμένα. Ξέρεις πόσες ιστορίες θα γεννηθούν; Πώς θα το εξηγήσει ο καθένας; Για χρόνια θα το συζητάνε’.

Ένα άσπρο τριαντάφυλλο σχεδόν κάθε δύο βδομάδες. Και κάρτες με ένα γράμμα. Κάθε φορά άλλο. Τόσα όμως που πια στην στοίχισή τους οι άσπρες κάρτες σχημάτιζαν μια φράση ‘Μ Ο Υ Α Ρ Κ Ε Ι Ν Α Ξ Ε Ρ Ω Π Ω Σ Υ Π Α Ρ Χ Ε Ι Σ Κ Ι Α Σ Μ Η Σ Ε Ζ Η Σ Ω Π Ο Τ Ε Μ Ο Υ Ζ Ω Η Μ Ο Υ’.

Όταν ο Αλέξανδρος γύρισε, η Ζωή είχε φύγει από το σπίτι.

Λίγο πριν φύγει η Ζωή από το σπίτι, ο Κώστας έλαβε έναν φάκελο.

Μελάνι μουτζουρωμένο, λέξεις αλλοιωμένες κι έμοιαζαν τρισδιάστατες απ το δάκρυ που είχε στάξει πάνω τους. Και για επίλογο ένα δαχτυλικό αποτύπωμα, κόκκινο με αίμα.

‘Πιάσε το πρέπει από το γιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι, λέει ο ποιητής. Θα σε περιμένω εκεί που άλλοτε ο ήλιος έλιωνε φτερά και έριχνε στα κύματα. Θα σε περιμένω για να φτιάξουμε νέα και να πετάξουμε μαζί. Θα είμαι εκεί που να μπορείς να με βλέπεις στον ανοιχτό ορίζοντα. Δεν θα’ σαι όμως εσύ το δεύτερο λιμάνι μου. Το πρώτο και παντοτινό. Ώρα βραδινή, μέρα σημαδιακή. Επέτειο της μέρας που ήπιες το κρασί μου’.

Με αναφιλητά γιόρτασαν το μαζί. Με χέρια που σμίγουν και γίνονται ένα. Με ματιές που παύουν να μοιάζουν με θάλασσες φουρτουνιασμένες. Με Πράμνειο Οίνο, όπως άρμοζε στον τόπο που τους ένωσε, στο νέο τους σπίτι. Και ποτέ ξανά χώρια. Ούτε απληστία στην τόση ευτυχία τους. Κι ας το μάθει όλος ο κόσμος ότι είναι καλά. Ότι είναι μαζί. Μάτι φθονερό να μη φοβίζει πια εκείνη. Είχε βρει ο ένας τον άλλον.

Κείμενο: Αργυρένια Μουστάκα Βρεττού

Διαβάστε επίσης

Close