Ιωάννης Καποδίστριας, ένας πρωθυπουργός με ήθος, αρχές και εξυπνάδα

Ιωάννης Καποδίστριας, ένας πρωθυπουργός με ήθος, αρχές και εξυπνάδα

Ο Νικόλαος Δραγούμης (1809-1879) εργάστηκε στο γραφείο του Καποδίστρια και αργότερα, επί Όθωνα, υπηρέτησε σε διάφορες δημόσιες θέσεις. Όταν αποχώρησε από από την πολιτική ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό Πανδώρα. Στα 1874 δημοσίευσε τα απομνημονεύματά του με τίτλο “Ιστορικαί Αναμνήσεις”.

Ένα σημαντικό κεφάλαιο των απομνημονευμάτων του Δραγούμη αναφέρεται στις εμπειρίες του από τα χρόνια που υπηρέτησε δίπλα στον Καποδίστρια. Να θυμίσουμε πως όταν ο Καποδίστριας ήρθε ως κυβερνήτης στην Ελλάδα (8/1/1828), μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου βρισκόταν ακόμα υπό τον έλεγχο των στρατευμάτων του Ιμπραήμ, παρά τη νικηφόρα για τις Μεγάλες Δυνάμεις ναυμαχία του Ναυαρίνου, ενώ ο Κιουταχής είχε καταλάβει όλη τη Στερεά.

Για την κατάσταση που βρίσκονταν οι Έλληνες τον Οκτώβριο του 1827, τρεις μήνες δηλαδή πριν την άφιξη του Καποδίστρια, ο Δραγούμης μεταφέρει στο βιβλίο του τη μαρτυρία του Άγγλου μοίραρχου Χάμιλτον ο οποίος είδε γυναίκες και παιδιά να πεθαίνουν εξαιτίας της ασιτίας αφού κανείς δεν τρεφόταν με κάτι καλύτερο από βραστά λάχανα. Μάλιστα οι περισσότεροι ζούσαν σε σπήλαια, στα οποία είχαν καταφύγει για να γλυτώσουν από τις σφαγές του Ιμπραήμ.

Μετέβημεν, γράφει ο Άμιλτον εκ Κιτριών μηνί Οκτωβρίου 1827, “προς τους Έλληνας, υποδεχθέντας ημάς μετά μεγίστου ενθουσιασμού. Και πώς να περιγράψω την ένδειαν αυτών; Γυναίκες και παιδία αποθνήσκουσιν ανά πάσαν στιγμήν εξ εντελούς ασιτίας, και μόλις ευρίσκεται τις τρεφόμενος κάλλιον ή διά βραστών λαχάνων. Υπεσχέθην να στείλω ποσότητά τινα άρτου εις τα σπήλαια όπου κατέφυγον οι ταλαίπωροι εκείνοι. Αλλ’ αν ο Ιβραΐμ μείνη ενταύθα, πλέον του τριτημορίου των κατοίκων θα εξολοθρεύση ο λιμός”

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ “ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ”
Εκδόσεις Εκδοτική Ερμής

Αναλαμβάνοντας Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Καποδίστριας ξεκίνησε περιοδείες με σκοπό να γνωρίσει “εκ του πλησίον” τις ανάγκες της χώρας. Έτσι στις 3 Απριλίου του 1828 έφτασε με αγγλικό πλοίο στο Καλαμάκι κι από εκεί κατευθύνθηκε στην Κόρινθο. Η πόλη ήταν έρημη, τα σπίτια γκρεμισμένα και ο ίδιος με τη συνοδεία του αναγκάστηκαν να καταλύσουν σε καλύβες. Την ίδια κατάσταση αντίκρισε και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου. Τα στρατιωτικά αποσπάσματα του Ιμπραήμ είχαν μεταβάλει την Πελοπόννησο σε αληθινή έρημο. Ούτε δένδρο δε συναντούσαν στο δρόμο! Ο Καποδίστριας ξεκουραζόταν συνήθως σε σκηνές ή καλύβες και καθόταν στον “οκλαδία” του, δηλαδή ένα φορητό σκαμνάκι αναδιπλούμενο.

Ηκροάτο δε μετά θαυμασίας υπομονής τους προσερχομένους, ων οι πλείστοι ήσαν ποιμένες βεβαιούντες ότι και διά μόνης της φήμης του ονόματος του Κυβερνήτου έπαυσαν αι αρπαγαί των ποιμνίων. Επειδή δε η πόλις ήτο παντέρημος και κατηδαφισμέναι αι οικίαι, και αυτός και οι περί αυτόν κατέλυσαν εν καλύβαις και σκηναίς. Την δ’ επιούσαν ανεχωρήσαμεν εις Άγιον Γεώργιον.

(…) Και αληθώς εταλαιπωρείτο, διότι αι μεν οδοί ήσαν άβατοι, τα δε χωρία κατεστραμμένα, πόλεις δε ουδαμού, και ο στενός οκλαδίας ον έφερε μεθ’ εαυτού χάριν νυκτερινής αναπαύσεως επήγνυτο εντός σκηνής ή πενιχράς καλύβης. Η ερήμωσις ενί λόγω ήτο τοιαύτη, ώστε ούτε δένδρον απηντώμεν χάριν αναψυχής. “Πολυάριθμα στρατιωτικά αποσπάσματα”, έγραφον αγανακτούντες το 1827 οι τρεις ναύαρχοι προς τον αθετήσαντα τον λόγο αυτού Ιβραΐμ “διατρέχοντα πανταχού την Πελοπόννησον ερημούσι, καταστρέφουσι, καίουσιν, εκριζούσι τα δένδρα, τας αμπέλους, πάντα τα προϊόντα της γης και φιλοτιμούνται να μεταβάλωσι την χώραν εις αληθή έρημον”. Αληθεστάτη μεν, αλλά και πάλιν ασθενής εικών της αραβικής θηριωδίας.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ “ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ”
Εκδόσεις Εκδοτική Ερμής

Στην ίδια περιοδεία ο κόσμος νόμιζε πως Κυβερνήτης ήταν ο ταχυδρόμος διότι φορούσε “χρυσοπόρφυρο ένδυμα” και ίππευε καμαρωτό άλογο! Αυτόν λοιπόν προσκυνούσαν όλοι πέφτοντας στο έδαφος. Ο Καποδίστριας ερχόταν πιο πίσω με καμπούρικο άλογο, “ουχί ζωηρότερον του πώλου του Ιησού” και συνηθισμένα ρούχα.
Ο Κολοκοτρώνης, που ήταν κι αυτός στη συνοδεία του Καποδίστρια, συμβούλεψε τότε τον Κυβερνήτη να φορέσει επιτέλους τη στολή του. Και τη φόρεσε ο Καποδίστριας, μόνο που η στολή του ήταν πιο φτωχική κι απ’ των δασονόμων ακόμη!

Προηγείτο δε οδηγός ο κύριος των ταχυδρομικών ίππων, φορών ένδυμα ελληνικόν χρυσοπόρφυρον και αναβαίνων ίππον υψαύχενα. Και διά τούτον οι συρρέοντες εις προϋπάντησην του Κυβερνήτου, συνηθισμένοι εις τας πολυτελείς και πομπικάς παρατάξεις των πασάδων και τας χρυσοϋφάντους στολάς των τετυφωμένων καπιτανέων και κοτζαμπασίδων, εκλαμβόντες τον κοκκινοφόρον και κυδρούμενον ταχυδρόμον αντ’ εκείνον, προσεκύνουν αυτόν πίπτοντες εις έδαφος.

Δεν εννόουν πώς ήτο δυνατόν αρχηγός έθνους να αναβαίνη ίππον κυφαγωγόν, ουχί ζωηρότερον του πώλου του Ιησού, και να φορή ένδυμα οίον οι πολλοί. Αλλ’ ουδέ αψίδες ή θριαμβικά τόξα ανηγείροντο ως σήμερον, ουδέ μουσικαί επαιάνιζον, ουδέ πυροτεχνήματα εξηκοντίζοντο εις ουρανούς, καθ’ όσον αι επιδείξεις αύται, γινόμεναι επιμελεία και αξιώσει των αρχών, διαθρύπτουσι μεν την ματαιότητα, βλάπτουσιν όμως τους ηγέτας των εθνών, αποκρύπτουσαι το αληθές φρόνημα. Οι δε λαοί ακούοντες απροσδοκήτως ότι ήρχετο ο Κυβερνήτης, έτρεχον αυθόρμητοι εις προϋπάντησιν αυτού, ουχί κράζοντες γεγωνυία τη φωνή Ζήτω! αλλά κλαίοντες σφραγιζόμενοι διά του σημείου του σταυρού, και βάλλοντες μετανοίας και καίοντες λιβανωτόν και ευλογούντες τον Θεόν, τον σώσαντα αυτούς υπό της δουλείας και της ολεθριωτέρας αναρχίας.

Ιδών δε ο Κολοκοτρώνης ότι ο λαός προσεκύνει τον ταχυδρόμον Καρδαράν, πλησιάσας είπε:
“Το πράγμα υπερεξοχώτατε, δεν πάγει καλά. Πρέπει ο κόσμος να γνωρίση τον Κυβερνήτη του”.
“Και τι θέλεις να κάμω;”

“Να βάλ’ η υπερεξοχότης σου τη στολήν σου”.
Και πεζεύσας εις μικράν τινα και σκιεράν κοιλάδα, ανέλαβε την στολήν αυτού, πενιχροτέραν και της των δασονόμων της αντιβασιλείας.

“ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ” Εκδόσεις ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΡΜΗΣ ΕΠΕ

Το βράδυ μετά την επίσκεψη στην Κόρινθο, ο Καποδίστριας και η συνοδεία του κατέλυσαν στον Άγιο Γεώργιο.

Ότε δ’ επλησιάσαμεν εις τον Άγιον Γεώργιον.
-Πού θα καταλύσωμεν απόψε; ηρώτησε τον πάριππον στρατάρχην της Πελοποννήσου.
-Εις του Δεσπότου.

-Πρέπει λοιπόν να φροντίσω, επανέλαβε μετά βραχείαν σιωπήν, να πληρωθώσιν όλα τα έξοδα.
-Ποία έξοδα; ηρώτησεν ο γέρων.

-Της τροφής μας, της τροφής των αλόγων και καθεξής.
-Και ποίος, υπερεξοχώτατε, πληρώνει τοιαύτα έξοδα; Ο Δεσπότης μάλιστα είναι άνθρωπος αγαπών την καλήν βούκαν και θα έχη πολλά και καλά φαγητά να μας δώση.

Και αληθώς ο μακαρίτης αρχιεπίσκοπος Κορίνθου Κύριλλος, προγάστωρ και πολύσαρκος υπέρ το μέτρον, ήτο τρυφηλός ως άλλος καρδινάλιος…(…)
-Δεν τα πληρώνετε σεις, ανεφώνησεν οργίλως ο Κυβερνήτης, και διά τούτο παραπονείται εξ αιτίας σας ο λαός.
– Και τι έχει να κάμη, υπερεξοχώτατε, ο λαός με το φαγητόν του Δεσπότου;

-Τι έχει να κάμη! ανέκραξεν εντόνως ο Κυβερνήτης, προσβλέψας βλοσυρώς τον ερωτήσαντα. Μόλις αύριον θ’ αναχωρήσωμεν και θα ρίψουν έρανον εις τους χωρικούς διά τα έξοδα του Κυβερνήτου, και το χειρότερον θα τα συνάξουν διπλά. Ούτω πως είσθε συνηθισμένοι σεις.
– Ηξεύρεις πώς το πάγει η υπερεξότης σου; είπε γελών ο Κολοκοτρώνης. Μίαν φοράν έπεσ’ ένας ποντικός εις ένα πιθάρι λάδι κι επνίγηκεν. Ο οικοκύρης τον ηύρε μετά δύο ημέρας και, ενώ τον ανέσυρεν, εφώναζε η οικοκυρά. “Πρόσεξε μη στάξ’ η ουρά του και βρωμίση το λάδι”.

-Δεν εννοώ ποίαν σχέσιν έχει ο μύθος σου με τα έξοδα του Δεσπότου, είπε αδημονών ο Κυβερνήτης.
-Μεγάλην, υπερεξοχώτατε. Διότι, είτε πληρώσωμεν είτε μη, ο Δεσπότης θα συνάξη τα γρόσια. Τα εδικά μας τα έξοδα είναι το λάδι της ουράς του ποντικού.
Και εσιώπησεν μεν ο Κυβερνήτης, την δ’ επιούσαν απέτισε μέχρι λεπτού τα δαπανηθέντα.

Ότε δ’ εζητήθη ο λογαριασμός της δαπάνης, ο οικοδεσπότης προσβληθείς, εγέλασεν υπεροπτικώς. Μαθών όμως ότι τοιαύτη ην η εντολή του Κυβερνήτου, τοσούτον ωργίσθη ώστ’ εσημείωσε και του άλατος την αξίαν.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ “ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ”
Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ

Διαβάστε επίσης

Close