Οδυσσέας Ανδρούτσος: Το «λιοντάρι της Γραβιάς» και το άδοξο τέλος του

Οδυσσέας Ανδρούτσος: Το «λιοντάρι της Γραβιάς» και το άδοξο τέλος του

Γεννήθηκε το 1788 στην Ιθάκη. Πατέρας του ήταν ο Ανδρέας Βερούσης από τις Λιβανάτες Λοκρίδος.

Ο πατέρας του υπήρξε πότε συνεργάτης του Αλή πασά και πότε ληστής στην επικράτεια του και τελικά συνεργάτης του Λάμπρου Κατσώνη. Η μητέρα του, η Ακριβή Τσαρλαμπά, ήταν κόρη σημαντικής οικογένειας της Βενετοκρατούμενης Πρέβεζας, ο πατέρας της ήταν εύπορος προεστός και συνεργάτης των Ρώσων κατά τη διάρκεια του ρωσωτουρκικού πολέμου.

Ο πατέρας του Οδυσσέα αφιέρωσε την ζωή του στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων αλλά και των πλούσιων κοτζαμπάσηδων. Συνελήφθη από τους Βενετούς, παραδόθηκε στους Τούρκους φυλακίστηκε και αποκεφαλίστηκε το 1792 στην Κωνσταντινούπολη με αποτέλεσμα ο μικρός τότε Οδυσσέας να μην προλάβει ουσιαστικά να τον γνωρίσει αφού δεν ήταν παραπάνω από 3-4 χρόνων. Η χήρα μητέρα του μετακόμισε το 1797 στη Λευκάδα.

Ο ίδιος μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον δεκτικό σε προσλήψεις των νεωτερικών ιδεών που εκείνη την εποχή κυκλοφορούν όλο και ευρύτερα στα υπό δυτική κυριαρχία Επτάνησα. Καταλυτικός ήταν ο ρόλος της οικογένειας της μητέρας του καθώς και το προφίλ της στην ανατροφή του Οδυσσέα. Η οικογένεια Τσαρλαμπά ήταν από τους στυλοβάτες της γαλλόφιλης μερίδας της Πρέβεζας και έπαιξε ενεργό και ηγετικό ρόλο στην άμυνα της πόλης όταν ο Αλή πασάς επιτέθηκε και την κατέλαβε το 1798.

Το 1818 και ενώ μαθήτευε στην αυλή του Αλή πασά όπου τον είχε υπό την προστασία του χάρη στην παλιά φιλία του με τον πατέρα του, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον δάσκαλο του Ψαλλίδα που τον έκανε να αποκτήσει συνείδηση του Ελληνισμού.

Παράλληλα, διδάχθηκε την πανουργία, την σκληρότητα και την καχυποψία που επικρατούσε στο σαράι. Έμαθε να είναι ανελέητος προς τους εχθρούς, να δείχνει πάντα συμπόνια στον φτωχό λαό, περιφρόνηση στους κοτζαμπάσιδες και στους παπάδες. Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν πατριώτης σύμφωνα με τους όρκους που είχε δώσει κατά την είσοδο του στην Φιλική Εταιρεία. Σκοπός της ζωής του ήταν η λευτεριά του γένους σε ένα κράτος πραγματικά δημοκρατικό.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πήρε μέρος στις μάχες του Βερατίου, Αργυροκάστρου και Γαρδικίου, και ο Αλή Πασάς του έδωσε την οπλαρχηγία της Λειβαδιάς. Το 1820 όταν και επήλθε η ρήξη του Αλή Πασά με την Πύλη, εγκατέλειψε την Λιβαδειά, αφού πρώτα μύησε τον Αθανάσιο Διάκο στην Φιλική εταιρεία και του εμπιστεύθηκε την εξουσία της οπλαρχηγίας του αφήνοντάς τον ως πρωτοπαλίκαρο.

Ο ίδιος κατέφυγε στην Αράχωβα όπου προσπάθησε μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες που όλοι είχαν μεταξύ τους κοινό τη θητεία τους στην αυλή του Αλή, να δημιουργήσει μια ελληνοαλβανική συμμαχία πάντα σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Το εγχείρημα αυτό όμως απέτυχε καθώς ο Ομέρ Βρυώνης αρνήθηκε να συμμετάσχει.

Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Ανδρούτσος κατέφυγε δια μέσου της Ακαρνανίας στα Επτάνησα, στη Λευκάδα. Εκεί συναντήθηκε στις αρχές του 1821 με τους Καραϊσκάκη, Γεώργιο Βαρνακιώτη, Ζόγγα, Μακρή, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και άλλους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας.

Στη σύσκεψη που έγινε στην αγγλοκρατούμενη Αγία Μαύρα στα τέλη του Ιανουαρίου του έτους αυτού, συμμετείχε και ο Ανδρούτσος. Το θέμα της ήταν οι προετοιμασίες που έπρεπε να γίνουν για να ξεσηκωθεί η Στερεά Ελλάδα. Αποφασίστηκε η ανάθεση της εξέγερσης της Ανατολικής Στερεάς στον Ανδρούτσο και στον Πανουργιά .

Μετά την επιτυχή επιχείρηση έφυγαν αφήνοντας άθικτα τα χρήματα για να φανεί έτσι πως η επίθεση ήταν καθαρά επαναστατική πράξη.Χαρακτηριστική για την έναρξη της επαναστάσεως στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα είναι η επιστολή που στις 22 Μαρτίου έστειλε ο Ανδρούτσος στους Γαλαξειδιώτες: Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου, τους γράφει και τους προτρέπει να πάρουν και εκείνοι αμέσως τα άρματα.

Λίγο πριν τον τραγικό θάνατο του Αλή Πασά Τεπελενλή το 1822, και σε συνεννόηση με αυτόν, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με ένα ασκέρι χιλίων πεντακοσίων ανδρών, ανεξαρτητοποιήθηκε και άρχισε ένα τρίχρονο αγώνα εναντίον των Οθωμανών.

Το αποκορύφωμα των μαχών του Ανδρούτσου ήταν η ηρωική Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821). Με λίγους Έλληνες οχυρώθηκε μέσα στο χάνι αντιμετώπισε επιτυχώς πολλαπλάσιο στράτευμα από Οθωμανούς υπό τον Ομέρ Βρυώνη. Ύστερα από την απόκρουση των Τούρκων ο Βρυώνης έδωσε διαταγή να φέρουν κανόνια με σκοπό να γκρεμίσει το χάνι, αλλά ο Ανδρούτσος και οι συναγωνιστές του κατάφεραν να αποδράσουν μέσα στη νύχτα με ελάχιστες απώλειες.

Τότε γράφτηκε και το γνωστό δημοτικό τραγούδι «Τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει. Γιατί έχουν γιους αρματολούς, και γιους καπεταναίους. Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά, Διάκος την Αλαμάνα». Στη μάχη αυτή, η στρατηγική ιδιοφυΐα του Ανδρούτσου θριάμβευσε. Έτσι δικαιωματικά κατέλαβε τη θέση του αρχηγού των όπλων της Βοιωτίας, και ουσιαστικά αυτός επηρέασε την τύχη της επαναστάσεως στην ανατολική Στερεά, κατά τα επόμενα έτη.

Ο Ανδρούτσος εν τέλει κατηγορήθηκε αδίκως για συνδιαλλαγή με τους Τούρκους, καταδιώχθηκε και συνεθλίβη κατά τις εμφύλιες διαμάχες που ακολούθησαν. Ο Ιωάννης Κωλέττης, ισχυρός πολιτικός άνδρας της Επανάστασης, ήταν προσωπικός εχθρός του,όπως και άλλων οπλαρχηγών, τους οποίους προσπαθούσε να ταπεινώσει. Επιπρόσθετα ο Ανδρούτσος είχε προκαλέσει την οργή των τοπικών κοτζαμπάσηδων, οι οποίοι τον μισούσαν γιατί ήταν λαοπρόβλητος ηγέτης και είχε επιχειρήσει επανειλημμένα να περιορίσει τη δύναμή τους.

Ο φρικτός θάνατος του Οδυσσέα Ανδρούτσου και το δαχτυλίδι του
Πάντως ο 37χρονος ήρωας (γιατί ήρωας ήταν οπωσδήποτε ο «Δυσέας») πέθανε με φρικτό τρόπο. Ο πρώην σύντροφός του Γιάννης Γκούρας έμαθε ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει να του δώσει αμνηστία και να τον επαναφέρει στο στράτευμα, ακόμα και σε ηγετική θέση. Ο Γκούρας έτρεμε αυτήν την προοπτική.

Αν έβγαινε ο Οδυσσέας από τη φυλακή δεν υπήρχε περίπτωση να μην εκδικηθεί τον παλιό σύντροφό του που τον είχε προδώσει. Επιπλέον, ο Γκούρας θα έχανε την πολιτική δύναμη που είχε. Έτσι, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να πείσει την κυβέρνηση να τον εκτελέσει για εσχάτη προδοσία, έστειλε αμέσως εντολή να δολοφονηθεί ο Οδυσσέας. Έχει ενδιαφέρον το σύνθημα που είχαν συμφωνήσει: «Η τιμή του λαδιού ανέβηκε. Πούλα.»

Ήταν 5 Ιουνίου του 1825…
Είχε νυχτώσει και είχε ψιλόβροχο όταν οι τρεις ή τέσσερεις άνθρωποι του Γκούρα (ο Μήτρος Τριανταφυλλίνας, ο Γιάννης Μαμούρης, κάποιος Τζαμάλας και πιθανόν ένας παπάς – η Εκκλησία είχε αφορίσει τον Οδυσσέα) μπήκαν στο κελί του Ανδρούτσου στην Ακρόπολη, αποφασισμένοι να τον δολοφονήσουν χωρίς να χρησιμοποιήσουν όπλα γιατί είχαν σκοπό από την αρχή να το κάνουν να φανεί ως ατύχημα. Επιπλέον ήθελαν πρώτα να τους αποκαλύψει που είχε κρυμμένους τους θησαυρούς του.

Ο Οδυσσέας ήταν νηστικός, βρώμικος, τα ρούχα του κουρέλια, στα χέρια και στα πόδια αλυσοδεμένος με μεγάλες βαριές μπάλες. Όμως και πάλι τους προκάλεσε. «Αφήστε μου το ένα χέρι ελεύθερο και ελάτε».

Για να φανερώσει που είχε κρύψει τον θησαυρό τον βασάνισαν άγρια. Τον χτυπούσαν με τα χέρια και τα κουμπούρια τους. Ένα δυνατό χτύπημα του έκοψε τα χείλια και του έσπασε και δόντια. Ο Οδυσσέας μούγκριζε από τους πόνους. Στο τέλος τον αποτελείωσαν με ένα γνωστό, μέχρι και σήμερα, βασανιστήριο. Καθώς τον κρατούσαν οι άλλοι δύο, ο Τριανταφυλλίνας του έστριψε τα γεννητικά όργανα. Έχασε τις αισθήσεις του από τον φοβερό πόνο αλλά οι τρεις δήμιοι συνέχισαν να τον χτυπούν ενώ ήταν λιπόθυμος. Το μουγκρητό έγινε επιθανάτιος ρόγχος. Αλλά δεν πέθαινε. Χρειάστηκε να τον στραγγαλίσουν.

Το πτώμα του βρέθηκε μπροστά στον Ναό της Αθηνάς Νίκης. Ήταν φανερό τι είχε συμβεί αλλά οι άνθρωποι του Γκούρα κουκούλωσαν την ιατροδικαστική έκθεση και παρουσίασαν τον φόνο ως το αποτέλεσμα της πτώσης από το κελί στη διάρκεια μιας υποτιθέμενης απόπειρας απόδρασης. Είχαν φροντίσει να τυλίξουν ένα σχοινί γύρω από το πτώμα. Βέβαια κανέναν δεν κατόρθωσαν να εξαπατήσουν.

Επιπλέον, αν και δεν το είχαν αντιληφθεί, υπήρχε ένας αυτόπτης μάρτυρας. Ο 21χρονος στρατιώτης Κώστας Καλαντζής. 40 χρόνια μετά, το 1863, θα διηγηθεί το τι πραγματικά έγινε στον δικηγόρο Σπυρίδωνα Φόρτη που θα το καταγράψει. Mέχρι και σήμερα ψάχνουν διάφοροι περίεργοι να ανακαλύψουν το δαχτυλίδι του Ανδρούτσου.

Ένα από τα δαχτυλίδια που φορούσε ο Οδυσσέας (ο οποίος πραγματικά είχε συγκεντρώσει έναν μεγάλο θησαυρό στη σπηλιά του στην Τιθορέα Λοκρίδας – μέχρι και σήμερα ψάχνουν διάφοροι περίεργοι να τον ανακαλύψουν), βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Πάνω στην πέτρα του δαχτυλιδιού είναι χαραγμένος ένας σταυρός και οι λέξεις ΔΙΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟ.

Το δαχτυλίδι αυτό χάρισε στο μουσείο, στις 19 Ιανουαρίου 1955, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της μεταπολεμικής Ελλάδας, ο Φιλοποίμην Φίνος. Ήταν ένα οικογενειακό κειμήλιο που δεν γνωρίζουμε πώς βρέθηκε στα χέρια της οικογένειας αυτής της μεγάλης προσωπικότητας αλλά μπορούμε να φανταστούμε καθώς η οικογένεια κατάγεται από την Τιθορέα (εκεί γεννήθηκε και ο Φίνος). Κάποιος πρόγονος θα βρήκε το δαχτυλίδι στη σπηλιά ή θα το απόκτησε σε κάποια συναλλαγή και η οικογένεια το κράτησε ως κειμήλιο.

Πηγές : Andro.gr, chanigravias.gr

Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κάπλα

Διαβάστε επίσης

Close