Δεν μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος, από Μία τυχαία

Δεν μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος, από Μία τυχαία

Και όπως βλέπω τον ήλιο να ανατέλλει το πρωί και
να ρίχνει τη λάμψη του στα άνθη,

στα δέντρα στα ποτάμια και στις θάλασσες,

αναστενάζω με ανακούφιση.

Όλα φαίνονται ολόλαμπρα,

ολοκάθαρα, απλά, γεμάτα ζωντάνια!

Και τα πουλιά, αχ τα όμορφα πουλιά που τσιτσιρίζουν
για να σου θυμίζουν τον έρωτα, τον έρωτα της ζωής

βλέπω τα ψαράκια που τα παρασέρνει το ρεύμα
και ένα παιδί που σκύβει για να πιει κρύο νερό

από εκείνο το μικρό ρυάκι, ένα κατάξανθο παιδί,
πόσο όμορφη, πόσο όμορφη είναι η ζωή στο φως της ημέρας

Πόσο δύσκολη, πόσο δύσκολη μοιάζει η ζωή στο σκοτάδι
πόσο άσχημη, πόσο άσχημη μπορεί να ναι η ζωή

όταν ο ουρανός είναι κατάμαυρος από τα χημικά σας
πως μπορώ να κάθομαι εδώ ανέμελα και να χαίρομαι

την ομορφιά αυτής της φύσης,

όταν ξέρω πως μου την καταστρέφεται

Όταν ξέρω πως κομμάτια γης πεθαίνουν αργά και βασανιστικά
και φωνάζουν λυσσασμένα για να διώξουν τους κατοίκους τους,

μπας και γλυτώσουν και βρουν καμιά καλύτερη μοίρα,
μπας και καταφέρουν να ανθίσουν κάπου αλλού,
αφού εκεί σπέρνει μόνο ο θάνατος

Πείτε μου πως ξυπνάτε κάθε πρωί όταν ξέρετε πώς
σε διάφορα κομμάτια γης οι βόμβες πέφτουν σαν βροχή

πως οι θάλασσες αντί για ψάρια, έχουν γεμίσει με παιδιά
Με νεκρές οικογένειες,με ανθρώπους, σαν εσάς, σαν εμάς!

Πώς ντύνεστε το πρωί σαν ξυπνήσετε και βγείτε απ’ το κρεβάτι
όταν ξέρετε πως άνθρωποι πεθαίνουν απ΄το κρύο

πως άνθρωποι παλεύουν να επιβιώσουν κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες
πως ένα κομμάτι ρούχου σ’ αυτούς μοιάζει πολυτέλεια

πως οι φυλακές σ’ αυτούς μοιάζουν ασφαλέστερες
πως οι γυναίκες προτιμούν να πωλούνται σε ένα άντρα παρά να βιάζονται από δέκα

γιατί σ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν υπάρχει επιλογή

παρα μόνο του γκρίζου ή το μαύρου

Τώρα δεν βλέπω τίποτα άλλο εκτός από πόνο και από δάκρυα,
στα μάτια των παιδιών βλέπω ένα βλέμμα τρόμου και φόβου
στα μάτια των μεγάλων βλέπω απόγνωση και απελπισία

Τώρα ανοίγω την τηλεόραση γιατί θέλω να μάθω, αλλά τα ΜΜΕ έχουν σωπάσει
Και εμείς τι κάνουμε; Χτίζουμε τοίχους, πελώριους τοίχους,
τείχη της ντροπής μια αιώνιας ντροπής, γιατί;

Πώς γίνεται να ξεχάσατε πως κάποτε υπήρξατε και εσείς πρόσφυγες
πως όλοι είμαστε πρόσφυγες και πάνω απ΄όλα άνθρωποι

Και πως δεν μπορείς, να παραμείνεις στην πατρίδα σου,
όταν η πατρίδα σου φωνάζει να φύγεις για να γλιτώσεις

Και δεν μπορείς, δεν μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος όταν μιλάς για συμφέροντα,
όταν σπέρνεις τη διχόνοια, όταν φτιάχνεις συρματοπλέγματα,

όταν παίρνεις τη σκυτάλη μιας μοίρας που μπορείς να αλλάξεις
και αντί αυτού, εσύ ορίζεις ποιος θες να μένει ζωντανός και ποιος όχι

Δεν μπορείς έτσι να λέγεσαι άνθρωπος …

Γράφει η Μία τυχαία

Thessaloniki Arts and Culture

Διαβάστε επίσης

Close