Όπως μιλάνε οι ποιητές για τα παιδιά όλου του κόσμου

Όπως μιλάνε οι ποιητές για τα παιδιά όλου του κόσμου

«Θηρίο τον λένε τον άνθρωπο. Κολοκύθια. Ποιο θηρίο, μωρέ; Έχει το θεριό μαχαίρια; Φκιάνει σκοτώστρες και τουφεκάει; Θηρίο… Βρισιά για τα θεριά!»

Όταν έχεις υπάρξει παιδί που μετρούσε τ’ άστρα, πώς θα μπορούσες να μπερδευτείς στο μέτρημα, στην ενήλικη ζωή σου; Γιατί εσύ έχεις ακούσει για κείνους που  «δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη, ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους, που δε σηκώνει το άδικο»

Δεν ξέρω αν έχετε παιδιά; Δεν με απασχολεί αυτό, ούτε κι είναι κριτήριο για να σας συμπαθώ περισσότερο ή λιγότερο. Μήτε εμένα αποζητώ να με μετράτε αλλιώς. Μόνο που εγώ έχω μια πέτρα στο στήθος για να την κουβαλώ μέχρι να κλείσω τα μάτια. Κι είναι αυτό μια συνθήκη που δεν μπορείς να την αναλογιστείς. Το βάρος της, σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι! Παίρνεις από την γη και τον ουρανό και φτιάχνεις μια ζωή ολάκερη, με ορίζοντα μέχρι εκεί που δεν φτάνει να απλώσει η ματιά τους, «μέχρι τα σκάγια των άστρων».

Και κοίτα τώρα που σε κοιτάνε, εσένα που δεν είσαι ικανός «να σφίξεις τίποτα στη χωματένια χούφτα σου, ούτε μια πέτρα» και περιμένουν ένα θαύμα. Τον φτωχούλη του Θεού, μαδημένο από την κορφή μέχρι τα νύχια. Με λιγοστά δόντια να φτύνεις και τα τελευταία φωνήεντα αξιοπρέπειας που είναι μπηγμένα βαθιά στον ουρανίσκο. Καμία φωνή. Μονάχα για να βρίζεις….Ω, ναι ! «Γέμισε ο τόπος με κηλίδες απουσίας σου».

«Μπόλικη πέτρα, μπόλικη καρδιά» Η μάνα μου είναι αυτή! Με νανούριζε και τα μάτια της μια μικρή φυλακή-κάτω οι τύραννοι-Εκείνα τα μάτια τα μαύρα, τα έχω βγάλει από τις κόγχες και τα ΄χω να με ξεστραβώνουν, κάθε που χάνω τον δρόμο.

«Δεν είναι τίποτα, κοιμήσου. Μεθαύριο θα σου φέρω μια βρύση στα χέρια μου. Θα σου φέρω ένα ποτάμι, κοιμήσου» Μην πικραίνεσαι.

Και κοίτα τώρα που με κοιτάνε και με ρωτάνε για όλα εκείνα που θα ΄θελα να είχα δει, μα δεν θα προλάβω ποτέ. Που θελα να φτιάξω από την αρχή. Το ξέρω. Μετράνε το αίμα στις φλέβες μου. Αφουγκράζονται τον πιο ανεπαίσθητο χτύπο. Με εκείνο τον τρόπο τον δικό τους που είναι κοινός σε όλα. Σε  φοράνε με τα μάτια τους κι είναι το ρούχο τους καινούριο, από μετάξι φτιαγμένο κι  όλα τα παραμύθια του απέραντου κόσμου κρέμονται από τα μανίκια τους, κρύβονται στις τρύπιες τσέπες. «Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη, ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους, που δε σηκώνει το άδικο»

Και κοίτα τώρα που με κοιτάνε και περιμένουν από μένα να κατεβάσω τα βουνά για να μην χάσουν καμία ιστορία Να λυγίσω τον θάνατο για να μην τα σκοτώσει τίποτα, να τα «κρύψω, να μην τα φτάνουν οι κακοί» Εμένα που δεν είμαι ικανή να συμπονέσω κανέναν και τίποτα που δεν μου μοιάζει. «Σαν πέτρινο λιοντάρι με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα, δεν μιλώ»

«Δεν είναι τίποτα, κοιμήσου. Μεθαύριο θα σου φέρω μια βρύση στα χέρια μου. Θα σου φέρω ένα ποτάμι, κοιμήσου».

 

 της Αθηνάς Τερζή

Διαβάστε επίσης

Close