Πλατεία Ναυαρίνου, από την Παρασκευή Μουταφτσή

Πλατεία Ναυαρίνου, από την Παρασκευή Μουταφτσή

Ιούλης. Καλοκαιρινή Θεσσαλονίκη. Ημέρα Σάββατο. Η πόλη είναι ερημωμένη.

Όλοι λείπουν σε κοντινές παραλίες για μια ανάσα δροσιάς. Ζέστη και υγρασία. Ζέχνουν οι δρόμοι. Μα εγώ αυτές τις στιγμές περιμένω. Αυτά τα καλοκαιρινά σαββατοκύριακα περιμένω για να αναθερμάνω την σχέση μου μαζί της. Το καλοκαίρι είναι αναμφισβήτητα η εποχή μας.
Περπατώ ανεβαίνοντας τον πεζόδρομο της Αγίας Σοφίας. Κρατώ στο ένα χέρι μια βεντάλια και στο άλλο ένα μπουκαλάκι νερό, που από ώρα έχει γίνει καυτό, ακατάλληλο για να το πιεις. Κοιτώ τριγύρω μου και αφουγκράζομαι την ομορφιά της. Τη βλέπω καλύτερα από κάθε άλλη φορά.

Επικρατεί μια σπουδαία ισορροπία ανάμεσα σε θόρυβο και ηρεμία. Ιδανική για εμένα. Δεν την χορταίνω και ας είναι μεσημέρι και ας βράζει ο τόπος. Σε μια μαζοχιστική διάθεση μου απολαμβάνω ακόμη και αυτή την ανελέητη ζέστα που κάνει το κορμί μου να στάζει από ιδρώτα και να κολλάω ολόκληρη ενόσω περιπλανιέμαι στα σοκάκια και στους δρόμους της.

Αισθάνομαι σαν να κάνουμε έρωτα. Όπως ιδρώνουν τα κορμιά των εραστών (καλοκαίρια και χειμώνες) δίχως να τους νοιάζει, έτσι και εγώ βυθίζομαι στην αίσθηση και χάνομαι εκστατικά. Με απορροφά με τα κόλπα της. Με παρασύρει σε αναμνήσεις. Ένα κάρο αναμνήσεις. Χαχανίζω μόνη μου σαν παιδούλα. Η ερωτική συνεύρεσή μας φτάνει στο απόγειο της, στην ύστατη κορύφωση τη στιγμή που μπαίνω στην πλατεία Ναυαρίνου.

Με το που στρίβω σε αυτόν τον δρόμο μου έρχεται ένα αεράκι θαλασσινό. Βάλσαμο. Ο συνδυασμός τους δίχως αμφιβολία είναι ο οργασμός της σημερινής μας ερωτοτροπίας. Ένας βαθύς αναστεναγμός βγαίνει από τα χείλη μου. Τον οραματίζομαι να παίρνει την μορφή μιας λιβελούλας και να πετάει ανέμελος σιγοτραγουδώντας μια μελωδία που λίγοι μπορούν να ακούσουν. Η πλατεία είναι σχεδόν άδεια, αλλά ο παλμός της παραμένει πάντα ζωντανός.

Κάθομαι μόνη μου σε ένα από τα γραφικά καφέ της. Μπροστά μου τα αρχαία και διάφορα λουλούδια. Παραγγέλνω μια μπύρα που σε ένα δεκάλεπτο έχει γίνει καυτή. Πίνω την μισή ή άλλη μισή σιγοβράζει στο μπουκάλι. Ρεμβάζω γουλιά γουλιά. Ξάφνου μια λιβελούλα προσγειώνεται μπροστά μου πάνω στης πικροδάφνης το πιο ψηλό φύλλο. Εντυπωσιάζομαι. Την παρατηρώ. Πόση ώρα μένει ακίνητη.

Δεν κάνει τίποτα παρά μόνο έχει τα φτερά ανοιχτά και μοιάζει παραδομένη, σαν να αρνείται να πετάξει, παρότι μπορεί. Σαν να περιμένει τον άνεμο να την παρασύρει. Παραξενεύομαι με την στάση της. Με πιάνει εμμονή μαζί της. Την κοιτώ περιμένοντας να κάνει κάτι. Αυτή η ακινησία της με ταράζει. Κάμποσα λεπτά αργότερα πετάει σβουρίζοντας στον ουρανό και ξαναπροσγειώνεται σε ένα άλλο φύλλο λίγο χαμηλότερα αυτή τη φορά. Ξαναγυρνάει στην ακινησία της. Τόσο ακατανόητη μου φαίνεται αυτή της η συμπεριφορά που ξεκινώ τα σενάρια στο μυαλό μου.

«Μπας και περιμένει να τη φωτογραφήσω;» αναρωτιέμαι σιωπηλά μες στο κεφάλι μου. Την ίδια στιγμή με κοροϊδεύω και με χλευάζω για αυτή τη σκέψη μου, που ακόμη και με σαράντα βαθμούς κελσίου εκεί έξω, μες στο λιοπύρι, βλέπω μια λιβελούλα και πιστεύω πως κάτι την συνδέει μαζί μου πως κάποιο σπουδαίο μήνυμα έχει να μου παραδώσει πως είναι εκείνη που οραματίστηκα να μεταμορφώνεται ο αναστεναγμός μου…

Μια ακόμη λιβελούλα καταφτάνει. Με το που προσγειώνεται σε ένα φύλλο η δική μου πετάει μακριά. Αντικοινωνική; Ίσως για αυτό να τη συμπάθησα. Αλλά πάλι μήπως αυτή η πικροδάφνη είναι ιερός τόπος για λιβελούλες; Προσγειώνονται, διαλογίζονται ακίνητες και μόλις βρουν το κέντρο τους ξαναπετούν ελεύθερες τριγύρω. Δυο τρεις ακόμη σκάνε από το πουθενά. Έχει γεμίσει το φυτό λιβελούλες. Πείθω τον εαυτό μου ότι δεν είναι τυχαίο ενώ ταυτόχρονα σπεύδω να τις φωτογραφήσω. Τα σενάρια συνεχίζουν να απασχολούν το μυαλό μου μέχρι που μου έρχεται η αναλαμπή.

Κάποτε στο Πήλιο συνάντησα μια γριά που έλεγε ότι οι λιβελούλες είναι νεράιδες, που σαν αντιλήφθηκαν ότι δεν μπορούσαν πια να συνυπάρξουν με τους ανθρώπους, πήραν αυτή τη μορφή προκειμένου να κρατήσουν τα ιδιαίτερα φτερά τους παραμένοντας στον κόσμο μας μόνο για εκείνους που είναι άξιοι να τις δουν.

Επιπλέον μου έλεγε ότι συμβολίζουν την ύψιστη σοφία του μετασχηματισμού και της προσαρμογής σε συνδυασμό πάντα με μια ανάλαφρη εφηβική διάθεση.
«Εφηβική διάθεση…. Εφηβεία…» μουρμούριζα ενώ παράλληλα βίωνα μια αναλαμπή. Αλλαγή Βεβαίως! Εφηβεία ακόμη πιο βεβαίως! Ποια άλλη οδός άλλωστε, πέραν της πλατείας Ναυαρίνου, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει καλύτερα αυτές τις δυο λέξεις.

Πλατεία Ναυαρίνου κατακαλόκαιρο. Όλη μου η εφηβεία. Και να που τώρα σε μια άλλη φάση ζωής με τραβάει σαν μαγνήτης νοσταλγικά μου παίζει μουσική με ένα ακορντεόν και μου στέλνει μηνύματα με μια ντουζίνα νεράιδες – λιβελούλες. Μου υπενθυμίζει κομμάτια του εαυτού μου που ξέχασα, που παραμέλησα, που έθαψα. Μου τα υπενθυμίζει για να μπορέσω πάλι να γίνω ολόκληρη.
Ένας έρωτας αυτή η Ναυαρίνου από την αρχή ως το τέλος της.

Ξαφνικά όλα σκάνε μπροστά μου σε έναν τελετουργικό χορό. Το ξεκινούν οι λιβελούλες και σαν να με μεταφέρουν μέσα σε μια σπείρα που όλα τα βλέπω ταυτόχρονα να συμβαίνουν. Τότε, τώρα και μετά. ΜΕ πιάνει ζάλη από τον αυτόν τον παράξενο χορό.

Πλατεία Ναυαρίνου. Χρωματιστή μα και κατάμαυρη. Γεμάτη από πολικότητες που ενώνονται σ έναν ιερό γάμο διάμεσου αυτού του παράξενου συμπαντικού χορού.
Θυμάσαι πως με έπιανες από τη μέση και με χόρευες σε τούτο εδώ το πλακόστρωτο; Θυμάσαι που δεν χρειαζόμασταν μουσική είχαμε την δική μας, την ακούγαμε στις ψυχές μας; Θυμάσαι εκείνη την απόκοσμη δόνηση που δημιουργήσαμε; Εκείνην την ύψιστη δόνηση του πρώτου έρωτα που περνάει στην σφαίρα του άχρονου και του άτοπου. Την βιώνω τώρα ξανά, μετά από τόσα χρόνια και ανατριχιάζω. Την αισθάνομαι χαμηλά στη μήτρα μου να πάλλεται. Η Επιθυμία σε όλο της το μεγαλείο. Επιθυμία καθάρια.

Και αναρωτιέμαι άραγε τώρα τι να επιθυμείς βαθιά, αν βέβαια έχει παραμείνει αυτού του είδους η επιθυμία μέσα σου. Μήπως την εγκατέλειψες ή ακόμη χειρότερα την ξέχασες;

Πλατεία Ναυαρίνου. Μια πλατεία επιθυμίες. Όλα όσα επιθύμησα τα βρήκα και τα έζησα εδώ και είμαι σίγουρη πως όλα αυτά που επρόκειτο να επιθυμήσω κάπου εδώ ανάμεσα σε πολύχρωμα παραθυρόφυλλα και κουτάκια μπύρας, ανάμεσα σε αποτσίγαρα και γάργαρα ζωντανά γέλια, κάπου εδώ γύρω θα λάβουν τόπο.

Κάποτε δεν θα υπάρχω αλλά αυτή η δόνηση που σου λέω μαζί με άλλες πόσες θα συνεχίσουν να υπάρχουν για πάντα σε αυτήν εδώ τη πλατεία, σε τούτο το παγκάκι, σε τούτο το πεζούλι, σε αυτό το σκαλοπάτι, σε αυτό δέντρο, σε αυτόν τον δρόμο, σε αυτήν τη λιβελούλα.

Γράφει η Παρασκευή Μουταφτσή, Holistic-integrative coach, expressing art therapist, Εκπαιδευτικός

Διαβάστε επίσης

Close