6 λογοτεχνικά αριστουργήματα Ευρωπαίων ποιητών

6 λογοτεχνικά αριστουργήματα Ευρωπαίων ποιητών

Έξι ξεχωριστά ποιήματα από λογοτέχνες που γέννησε η Ευρώπη …

 

Χουάν Βιθέντε Πικέρας “Εγώ στη θέση σου”

Εγώ στη θέση σου θα με αγαπούσα, θα τηλεφωνούσα, δε θα έχανα χρόνο, θα μου έλεγα ναι.
Δε θα είχα άλλες αμφιβολίες, θα δραπέτευα.
Θα έδινα αυτό που έχεις, αυτό που έχω, με το να έχω αυτό που δίνεις, αυτό που θα μου έδινες.
Θα έλυνα τα μαλλιά μου, θα έκλαιγα από χαρά, θα τραγουδούσα ξυπόλυτη, θα χόρευα, θα έβαζα στον Φλεβάρη ένα ήλιο Αυγούστου, θα πέθαινα από απόλαυση, δε θα έβαζα κανένα «αλλά» σε αυτόν τον έρωτα, θα εφεύρισκα ονόματα και ρήματα καινούρια, θα έτρεμα από φόβο μπροστά στην αμφιβολία πως ήταν μόνο ένα όνειρο, θα έφευγα για πάντα από σένα, από εκεί, μαζί μου.
Εγώ στη θέση σου θα με αγαπούσα.
Θα μου έλεγα ναι, δε θα μου έφτανε ο χρόνος για να τρέξω μέχρι την αγκαλιά μου, ή τουλάχιστον, ξέρω εγώ, θα απαντούσα στα μηνύματά μου, στις απόπειρές μου να μάθω τα νέα σου, θα μου τηλεφωνούσα, τι θα γίνει με μας, θα μου έδινα ένα σημείο ζωής, εγώ στη θέση σου

Μίλαν Ράκιτς “Υπερήφανο Άσμα”

Αμέτρητα τα μάτια που είναι στραμμένα στο ανάστημα σου

σαν κουρασμένο κοπάδι πάνω σε πολεμικό πλοίο

κι όσο απογοητεύονται – σταματούν για μια στιγμή

σε εσένα να ξαποστάσουν και την ομορφιά να βρουν.

Αμέτρητα τα στόματα που λένε πως σ’ αγαπούν κι εσύ μένεις σιωπηλή,

τίποτα περισσότερο δε λες, λέξη − ούτε ευγενική ούτε σκληρή,

επειδή για εσένα κάθε ειπωμένη λέξη, όλα τα διαγράφει.

Αμέτρητες κραυγές συνοδεύουν τα βήματα σου κάθε που εσύ,

σαν τρομερή θεότητα, στέκεσαι κοντά μας

κι αμέτρητα πάθη σαν άχυρο παίρνουν φωτιά κι αμέτρητες καρδιές μαύρο αίμα χύνουν.

Και κανείς και ποτέ δεν άγγιξε τα ζεστά σου χείλη,

ούτε μια λέξη γλυκιά δεν άκουσε,

μόνο σαν δυο αδελφές που κλαίνε σιωπηλά οι δυο ψυχές μας έλεος ζητούν.

Κι εγώ είμαι ο πλοίαρχος ο δικός σου και του κορμιού σου,

όπως οι παλιοί δεσπότες σε κυβερνάω τώρα,

το στόμα μου πίνει απ’ όλες τις πηγές σου κι όλη η τρυφερότητα σου σε εμένα χύνεται.

Ω, αυτό είναι που θέλησε η γριά μοίρα να είμαι εγώ ο εκλεκτός,

εγώ ο μοναδικός και πάντοτε μαζί της

αιχμάλωτος και δοσμένος στη μαγεία της.

Θα σηκώσω το κεφάλι μου με υπερηφάνεια

και σαν μουεζίνης από το λεπτό μιναρέ,

ενώ κάτωθεν μου απλώνεται ένα διάφανο σιτάρι

και στο σεληνόφως μπλε λουλούδια ζιζανίων.

Θα φωνάξω δυνατά μέσω του σιωπηλού αυτού τοπίου,

να προσπεράσω κάθε άπιστο φόβο:

“Ναι, μόνο αυτή είναι πραγματικά όμορφη και εγώ ο αιώνιος προφήτης της”


Αρθούρος Ρεμπώ “Τα φοβισμένα”

Μαύρα μεσ’ στην ομίχλη και το χιόνι,

μπροστά στην τρύπα που η φωτιά φουντώνει,

με τα κολιά τους ένα γύρω και σκυφτά,

πέντε φτωχά, ‒τι λυπημός σε πιάνει!‒

κοιτάζουνε το φούρναρη να κάνει

τα ξανθωπά βαριά ψωμιά.

Γερά τα μπράτσα του μεταγυρίζουν

τη ζύμη τη σταχτιά και τη φουρνίζουν

μες στο φουρνόστομα το φωτεινό.

Να ψήνεται τ’ άσπρο ψωμάκι ακούνε,

κι ο φούρναρης με χείλη που γελούνε,

ένα τραγούδι τραγουδάει παλιό.

Κι όταν μεσάνυχτα στερνά σημαίνουν

κι έτοιμα τα ψωμιά απ’ το φούρνο βγαίνουν,

κίτρινα με την κόρα τη σκαστή,

όταν κάτω απ’ τα ολόμαυρα καδρόνια,

οι κρούστες που ευωδούν και τα τριζόνια

τρίζουν και σιγοτραγουδούν,

πώς μέσα τους ξανά η ζωή χαράζει,

πόσο η ψυχούλα τους αναγαλλιάζει,

κάτω απ’ τα κουρέλια που φορούν!

Νιώθουν πως ζούνε τόσο ευτυχισμένα!

τα φτωχαδάκια τα κρουσταλλωμένα

‒που μένουνε μπρός στη θυρίδα εκεί,

τις κόκκινες μυτίτσες τους κολλώντας

στα κάγκελα και κάτι τραγουδώντας,

όμως πολύ σιγά ‒ σαν προσευχή!…

Στο φως αυτό τα μάτια έτσι καρφώνουν,

και τόσο τα κορμάκια τους τεντώνουν

προς τον ξανανοιγμένον ουρανό,

που τα βρακάκια τους ξοπίσω σκίζουν,

και τα πουκαμισάκια τους τρεμίζουν,

στ’ αγέρι το χειμερινό…

 


Γιόχαν Βόλφκανγκ Γκαίτε “Νυχτερινό τραγούδι”

Σαν θα κοιμάσαι στο μαξιλάρι
Άκουσε λίγο, για μια στιγμή
Πως παίζει η λύρα μου με το δοξάρι
Κοιμήσου! Τι άλλο θες πιο πολύ;

Παίζει η λύρα μου με το δοξάρι
Πως ο Ουρανός γλυκά ευλογεί
Το αιώνιο συναίσθημα, τη θεία χάρη
Κοιμήσου! Τι άλλο θες πιο πολύ;

Το θείο συναίσθημα, η θεία χάρη
Που μ’ ανεβάζει ψηλά την ψυχή
Μακριά απ’ τα γήινα χθόνια βάρη
Κοιμήσου! Τι άλλο θες πιο πολύ;

Μακριά απ’ τα γήινα χθόνια βάρη
Η μορφή σου με προσκαλεί
Δεμένος με τη δροσιά που ‘χεις πάρει
Κοιμήσου! Τι άλλο θες πιο πολύ;

Δεμένος με τη δροσιά που ‘χεις πάρει
Σου μιλώ – στ’ όνειρό σου – στ’ αυτί
Αχ! Στο απαλό σου το μαξιλάρι
Κοιμήσου! Τι άλλο θες πιο πολύ;


Ναζίμ Χικμέτ – Για τη ζωή

Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Τὶς πιὸ ὄμορφες μέρες μας δὲν τὶς ζήσαμε ἀκόμα
Κι ἂχ ὅ,τι πιὸ ὄμορφο θά ῾θελα νὰ σοῦ πῶ
Δὲ στό ῾πα ἀκόμα.


Μιχαήλ Εμινέσκου «Τι σου εύχομαι εγώ γλυκιά μου Ρουμανία»
 
«Τι σου εύχομαι εγώ γλυκιά μου Ρουμανία,
νεαρή νυφούλα, μάνα αγαπητή!
Πάντα αδερφωμένα ας ζούνε τα παιδιά σου
σαν της νύχτας τ’ άστρα, της μέρας την αυγή!
 
Σε ζωή αιώνια, δόξες να χαρώ,
όπλα με δυνάμεις, Ρουμάνικη ψυχή
Όνειρο ανδρείας, καύχημα, περηφάνια
Γλυκιά μου Ρουμανία αυτή είναι η ευχή!»

 

 

Διαβάστε επίσης

Close