3 ποιήματα από τον Γιόζεφ Μπρόντσκι

3 ποιήματα από τον Γιόζεφ Μπρόντσκι

Ο Γιόζεφ Μπρόντσκι ή Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς Μπρόντσκι ήταν Ρώσος και πολιτογραφημένος, αργότερα, Αμερικανός ποιητής. Γεννήθηκε στις 24 Μαΐου του 1940 στο Λένινγκραντ. Εργάστηκε ως κριτικός και ως μεταφραστής. Τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1987. Πέθανε στις 28 Ιανουαρίου του 1996.

 

Κανάλι Λάντσβερ, Βερολίνο

Το κανάλι, στο οποίο έπνιξαν την Ρόζα
Λ., σα σβησμένο τσιγάρο,
έχει ουσιαστικά πνιγεί στα χόρτα.
Από τότε έχουν αποθέσει τόσα πολλά τριαντάφυλλα
Που ʽναι εύκολο να τρελαθεί ο τουρίστας.
Το τοίχος – από μπετόν είναι ο προάγγελος του Κριστό –
φεύγει από την πόλη για το κάρο και την αγελάδα
μέσα από χωράφια βαμμένα στο χρώμα του αίματος •
καπνίζει το τσιγάρο της επιχείρησης.
Και ο ξένος βγάζει το φόρεμα
της ιθαγενούς γυναίκας, – όχι ως Κατακτητής,
αλλά ως σχολαστικός υφαντής,
Έτοιμος να ξεγυμνώσει
εκείνο το άγαλμα, το οποίο θα ζήσει πιο πολύ
από την αντανάκλαση του στο κανάλι,
στο οποίο έπνιξαν την Ρόζα.

 

Το ιντερμέτζο του Ιούλη

Τα κορίτσια που αγκαλιάσαμε
Με τα οποία πλαγιάσαμε,
Τους φίλους που ήπιαμε παρέα,
Τους συγγενείς, που μας τάισαν και μας αγόραζαν τα πάντα,
Τʼ αδέλφια και τις αδελφές, που μας αγάπησαν τόσο,
Τους γνωστούς, τους τυχαίους γείτονες στο πάνω πάτωμα,
Τους συμμαθητές, τους δάσκαλους, – όλους μαζί,
– Γιατί δεν τους βλέπω πια,
Που εξαφανίστηκαν;
Πλησιάζει το φθινόπωρο, άλλη μια άνοιξη έρχεται,
Η νέα άνοιξη θορύβους άγνωστους βγάζει στις φυλλωσιές,
Μπροστά μου όμως ξαναπερνάνε, με προσπερνάνε μέσα στη νύχτα,
Στην ολόφωτη μέρα – όμορφα άγνωστα πρόσωπα.
Είναι άραγε όλοι αυτοί νεκροί, αν είναι δυνατόν να είναι αλήθεια.
Καθένας που μʼ αγάπησε, μʼ αγκάλιασε, γέλασε,
Αν είναι δυνατόν να μην ακούω από μακριά του αδελφού την κραυγή,
Αν είναι δυνατόν να έχουν φύγει,
Και να απέμεινα μοναχός;
Εδώ είναι, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους δρόμους,
Περπατάω μόνος, δίχως να συναντώ κανέναν πια,
Απαγορεύεται να μπω: στα στενά καθαρά σκαλοπάτια
Και τα ξένα διαμερίσματα ηχούν στον πόνο μου.
Ήχησε, ήχησε, λοιπόν, νέα ζωή πάνω στον θρήνο μου,
Και, μέτρα πόσες ακόμη, νέες αγάπες, συνήθισε, πόσες και πόσες; ακόμη απώλειες,
Στʼ άγνωστα πρόσωπα, στον ξένο θόρυβο και στα νέα φορέματα,
Ήχησε, ήχησε, λοιπόν, κλείνοντας μου κατάμουτρα την πόρτα.
Φώναξε, λοιπόν, από πάνω μου με το νέο, μεγάλο λάβαρο σου,
Τράνταξε από πάνω μου, αντανακλώντας την σκιά μου
Με την σκληρή σου πέτρα,
Την φωτεινή πέτρα που ʽναι φάρος μέσʼ στο σκοτάδι,
Αφήνοντας με, αφήνοντας με μαζί με τους νεκρούς μου.

 

Ο εξερευνητής του πόλου

Φαγώθηκαν όλα τα σκυλιά. Στο ημερολόγιο
δεν απέμεινε καμιά σελίδα. Και οι χάντρες των λέξεων
σκεπάζουν την φωτογραφία της συζύγου, στο μάγουλο της
μια μύγα δίνει τις τσιμπιές της αμφιβολίας.
Πιο πέρα, μια φωτογραφία της αδελφής. Δεν λυπάται την αδελφή του:
πορεία για την μεγάλη ανοιχτωσιά!
Κι η γάγγραινα, μαυρίζοντας, φτάνει στα πλευρά,
σαν κάλτσα κοπέλας του βαριετέ.

Διαβάστε επίσης

Close