Ανδρέας Αγγελάκης: Ο αδικημένος ποιητής που έφυγε νωρίς

Ανδρέας Αγγελάκης: Ο αδικημένος ποιητής που έφυγε νωρίς

Ο Ανδρέας Αγγελάκης γεννήθηκε στον Πειραιά στις 28 Μαρτίου του 1940. Σπούδασε Ελληνική και Αγγλική Φιλολογία στα Πανεπιστήμια της Αθήνας και του Λονδίνου.

Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Ομιλίες τού θεού και της θάλασσας (1962), Ο Πρίγκηπας των κρίνων (1964), Προτάσεις Αθωότητας (1967), Ποιήματα χαρισμένα στον κόντε Διονύσιο Σολωμό (1971), Το πύον (1973), Οι Εφιάλτες (1974), Το Δωμάτιο (1977), Η οδός Θρασυβούλου (1979), Ερωτικό Σώμα (1981) (αυτοαναθολόγηση), Η Μεταφυσική της μιας νύχτας (1982), Καβάφης καθ’ οδόν (1984), Τα ποιήματα του δολοφόνου μου (1986), Ο Μακρύς μονόλογος της Μαρίας Πολυδούρη (1989).

Έγραψε τους στίχους σε σημαντικό αριθμό τραγουδιών, έγραψε το νεανικό μυθιστόρημα Love story στο Αγκίστρι το οποίο εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Κέδρος το 1990 και τη βιογραφία του Κώστα Ταχτσή, η οποία εκδόθηκε απ’ τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Πέθανε στο Νοσοκομείο Μεταξά του Πειραιά στις 14 Ιουλίου του 1991 σε ηλικία μόλις 51 ετών προσβεβλημένος από AIDS και κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο Αναστάσεως.

Ανδρέας Αγγελάκης: Ο αδικημένος ποιητής που έφυγε νωρίς

5 ποιήματα του Ανδρέα Αγγελάκη, ο οποίος έφυγε σαν σήμερα το 1991.

Θα μπορούσα ώρες ολόκληρες να ρουφώ
την αναπνοή σου αμίλητος ακούγοντάς σε
να μιλάς σαν ήχος βροχής σε λουλούδι
για θέματα αδιάφορα. Τόσο λίγο καταλαβαίνει
ο ένας τον άλλον, αλλά, ξέρεις, φθάνει
να βλέπω τό χέρι σου νά γυρνά
μια σελίδα βιβλίου μισοφωτισμένο απ’ τή λάμπα
ή την πλάτη σου να σκεπάζει την κάμαρα
και να σωπαίνω. Ο χρόνος έφερε
αυτό το απροσδόκητο μέσα μου:
σ’ έλαμψε τίμια και τώρα σε νιώθω
σαν πράσινη φωτιά να μεγαλώνεις.
Αθόρυβα που πατά η νύχτα, προνοητική
για ό,τι αφέθηκε ανεκπλήρωτο η ανείπωτο.

***

Φίλησέ με ξανά και μίλα μου- πάει καιρός
που δε με φίλησε κανένας, όπως γίνεται
με τους συφιλιδικούς ή με τούς γέρους-
ξέρεις εσύ, όπως παλιά πού ανέβαινε ή ψυχή
στα χείλη και γιόμιζε τό στόμα μας σάλιο,
πικραμύγδαλο και κείνο τόν ήχο μες στή γλώσσα μας
τόν υπόκωφο σαν το κρυφό νερό κάτω απ’ τα φύλλα,
που διάλεγε η καρδια να πει τα όσα ανομολόγητα.
Έτσι- τώρα βάλε τα χέρια σου στο στήθος
καθώς το συνηθίζεις κι άσε με να σε κοιτάω
ντροπαλά, βαρύς απ’ το δαφνόφυλλο και το φιλί σου.

***

Χάιδεψέ μου το χέρι, κλείσε τα μάτια σου
και φαντάσου όποιον θέλεις, το φίλο σου,
το κορίτσι σου, πες ένα λόγο τρυφερό
απ’ αυτά πού λέμε πάνω στην έξαψη
και μετά δε θυμόμαστε.
Και μη με ρωτήσεις ονόματα
και πού δουλεύω και τούτο και κείνο.
Άσε τη σιωπή πού θα ‘ρθει μετά το τέταρτο
να μας κατακλύσει και να νιώσουμε ντροπή για το χρόνο
ντροπή για τον πηλό μας,
να γεμίσει η κάμαρα νοσταλγία.

***

Πώς μπορείς να ξαναμπείς στο δωμάτιο
πού πριν λίγο κράταγες ένα κορμί αγαπημένο;
Βγαίνουν απ’ τις γωνίες χέρια και σε καλούνε
φωνές ψιθυρίζουν στο σκοτάδι μισόλογα «ναι», «όχι»,
«σβήσε το φώς», «μη», «ξανακοίτα με στα μάτια»
το φώς απ’ τις βλεφαρίδες σου πηχτό,
πίσω απ’ το κουρτινάκι ένα γυμνό στήθος
μόλις κρύφτηκε κι είναι χιλιάδες τα φιλιά,
χίλια τα ονόματα, ώμοι και ιδρώτας,
όλα τα έκαψα σαν ασημόχαρτο, κανένα πρόσωπο
δε μού έμεινε ατή μνήμη, βγήκα, λέει,
κάποιο βραδάκι έξω -μ’ έσπρωχναν
κι άρχισε να ψιλοβρέχει, ύστερα μπόρα
μ’ έφερε σε δρόμο ερημικό χωρίς κανένα
κι αυτοί πού στο κορμί. μου γνώρισα
λιώσαν και στάξαν αίμα κι έσβησαν
και φώναξα τότε τ’ όνομά σου να με λυπηθείς.

***

Κάποτε, βέβαια, θα βρεθώ κι εγώ -ας μη γελιόμαστε¬-
με κάποιο σουγιά μπηγμένο στα πλευρά,
κάποιο σκοινί γύρω απ’ το λαιμό μου,
παραμορφωμένος απ’ τα χτυπήματα τού αγνώστου,
(άνεργος; ναυτικός; ψυχοπαθή ς; τί σημασία έχει…).
Τα συρτάρια μου άνω κάτω, ρούχα πεταμένα,
ολόγυμνος σε στάση άμυνας ή παράκλησης
να κλείσει, να τελειώσει, επιτέλους, το μαρτύριο
(πού, άλλωστε, το περίμενα στο βάθος)
και’ πια να μείνουν πίσω μου δυό τρία ποιήματα,
μάλλον οι, τελευταίοι στίχοι μου,
πεντέξι σοφές υποθήκες πίσω από τη μάσκα μου.
Λοιπόν, ας έχετε το νου σας. «Αν χαθώ,
αν δεν τηλεφωνήσω κι εξαφανισθώ περίεργα,
μην το αποδώσετε στις γνωστές παραξενιές μου.
Ψάξτε με στο λιμάνι, σ’ έρημες μαούνες,
σε τίποτα θάμνα εξοχικά,
σε ύποπτα, παγωμένα ξενοδοχεία,
αναζητήστε με μ’ επιμονή στις ερημιές,
ρωτήστε πρόσωπα στα πάρκα,
κυρίως, διαβάστε για τις έρευνές σας
προσεκτικά τα ποιήματά μου.
Περιγράφω λεπτομερώς τους υποψήφιους δολοφόνους μου,
τί μάρκα τσιγάρου καπνίζουν,
το βλέμμα, τις συνήθειες,
τη βραχνάδα τους.

Επιμέλεια – Κείμενο: Δάφνη Τσάρτσαρου

Διαβάστε επίσης

Close