Χάινριχ Χάινε | 5 ποιήματα του 19ου αιώνα

Χάινριχ Χάινε | 5 ποιήματα του 19ου αιώνα

Ο Εβραϊκής καταγωγής, Κρίστιαν Γιόχαν Χάινριχ Χάινε, γεννήθηκε στο Ντίσελντορφ στις 13 Δεκεμβρίου του 1797 και υπήρξε σημαντικός Γερμανός δημοσιογράφος, ποιητής και δοκιμιογράφος του 19ου αιώνα. Τα πρώτα του έργα είχαν ρομαντικό χαρακτήρα, ενώ στην πορεία αποκτούν περισσότερη αοριστία. Ανήκει στο κίνημα της Νέας Γερμανίας και το έργο του συγκίνησε και επηρέασε σπουδαίους συνθέτες της εποχής, όπως ο Σούμαν και ο Σούμπερτ. Υπέστη λογοκρισία και απαγόρευση της κυκλοφορίας των έργων του στη Γερμανία το 1835. Το 1831 έφυγε για το Παρίσι, όπου και εργάστηκε ως ανταποκριτής εφημερίδων, μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 17 Φεβρουαρίου 1856.

Χάινριχ Χάινε | 5 ποιήματα του 19ου αιώνα

 

ΠΟΥ;

Πού θα ’ναι ο τόπος της τελικής μου
απ’ τις περιπλανήσεις της ανάπαυσης;
Κάτω από φοίνικες στο Νότο;
Δίπλα στο Ρήνο οι φλαμουριές;

Θα ’ναι εκεί που σε μιαν έρημο
ξένο θα με σκεπάσει χέρι;
Ή στην ακτή μιας θάλασσας
θ’ αναπαυθώ την άμμο;

Όπως και να ’ναι, κι εκεί κι εδώ
του Θεού θα μ’ αγκαλιάζει ο ουρανός,
και, σαν καντήλια νεκρικά, θα κρέμονται
ολονυχτίς επάνω μου τ’ αστέρια.

 

Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ

Νεκρή είναι στο στήθος μου
κάθε του κόσμου φιλάρεσκη χαρά,
κι έχει πεθάνει μέσα μου
το μίσος του κακού, όπως κι η σκέψη
για τη δική μου και των άλλων τη θλίψη –
και μέσα μου μόνο πια ο θάνατος ζη.

Πέφτει η αυλαία, το έργο τέλειωσε,
και με χασμουρητό πορεύεται στο σπίτι τώρα
το αγαπητό μου γερμανικό κοινό,
κουτοί δεν είναι οι καλοί μου άνθρωποι.
Τώρα, τη νύχτα, ολόχαροι τρώνε
και πίνουν το κατοσταράκι τους,
τραγουδούν και γελούν – δίκιο είχε
ο αρχοντικός ο ήρωας,
που μίλησε παλιά στο έργο του Ομήρου:
Ο ελάχιστος ζωντανός Φιλισταίος στη «Στουκάρτη» του Νέκαρ
πολύ πιο ευτυχισμένος νιώθει από μένα, τον Πηλείδη,
βασιλιά των σκιών στον Κάτω Κόσμο.

 

ΤΑΞΙΔΕΨΑΜΕ ΜΟΝΑΧΟΙ ΟΛΗ ΝΥΧΤΑ

Ταξιδέψαμε μονάχοι όλη νύχτα
στη σκοτεινή την άμαξα,
πλάι πλάι ησυχάσαμε κι οι δυο,
αστειευθήκαμε και γελάσαμε.

Και καθώς το πρωί ξημερώνει,
παιδί μου, πόσο εκπλαγήκαμε!
Τι μεταξύ μας καθόταν ο Έρωτας,
ο λαθρεπιβάτης!

 

ΑΓΑΠΑΓΑΝ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝΕ

Αγάπαγαν ο ένας τον άλλονε,
μα δίχως γι’ αυτό να μιλήσουν.
Με μίσος αλλάζανε βλέμματα,
κι από έρωτα θέλαν να σβήσουν.

Εχώρισαν έπειτα, φύγανε
μες στ’ όνειρο μόνο ειδωθήκαν.
Πεθάνανε πια και δεν έμαθαν:
εμίσησαν, ή αγαπηθήκαν;

 

ΠΕΣ, Η ΑΓΑΠΗ ΤΙ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ;

«Πες, η αγάπη τι έχει γίνει,
στα τραγούδια σου που υμνούσες,
της καρδιάς η φλόγα εκείνη,
που σ’ εθέρμαινε κι εζούσες;»

Είναι η φλόγα στάχτη κρύα,
είναι τάφος η καρδιά μου,
κι είναι οι στίχοι σαν υδρία
με την τέφρα του έρωτά μου.

 

Επιμέλεια: Δάφνη Τσάρτσαρου

Διαβάστε επίσης

Close