Νίκος Εγγονόπουλος: 5 σπουδαία ποιήματα

Νίκος Εγγονόπουλος: 5 σπουδαία ποιήματα

Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1907 στην Αθήνα και υπήρξε κορυφαίος ποιητής και ζωγράφος της χώρας, εκπροσωπώντας το κίνημα του υπερρεαλισμού. Σημαντική επιρροή ήταν για αυτόν ο ποιητής Χατζή Σεχρέτ, τον οποίο γνώρισε στο σπίτι του θείου του, στο Παρίσι, όσο ακόμη ήταν μαθητής Λυκείου. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και υπήρξε μαθητής του Κωνσταντίνου Παρθένη. Ο Εγγονόπουλος αγαπούσε τη ζωγραφική τόσο πολύ που δεν μπορούσε να περάσει μία μέρα χωρίς να φτιάξει κάτι μικρό, ενώ ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Ξυπνούσε στις 6 το πρωί, γιατί ήθελε να ζωγραφίζει επί τρεις ώρες υπό το πρωινό φως, αλλά ζωγράφιζε και τρεις ώρες το απόγευμα. Σπουδαίες ποιητικές συλλογές του ήταν το 1938, “Μην ομιλείτε εις τον οδηγό”, το 1939 “Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής” και το 1944 το “Μπολιβάρ”. Πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1985 από ανακοπή καρδιάς και η κηδεία του πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.

 

Νίκος Εγγονόπουλος: 5 σπουδαία ποιήματα

5 ξεχωριστά ποιήματα του Έλληνα ποιητή και ζωγράφου …

“Σονέττο Μάλλον Απαισιόδοξο”

Στην κοιλάδα με τους ροδώνες
Το γυμνασμένο μάτι του τραμπούκου
να διέκρινε άραγε των ροδόδενδρων την αρμονία;

Όχι-όχι μιαν απέραντη ηθικολογία
δεν θα βοηθήσει να κάνουμε καλλίτερο τον κόσμο.

Να ελπίζης-να ελπίζης πάντα-πως ανάμεσα
εις τους ανθρώπους
-που τους ρημάζει η τρομερή «ευκολία»-
θα συναντήσεις απαλές ψυχές με τρόπους που τους
διέπει καλωσύνη-πόθος ευγένειας-ηρεμία

Ίσως όχι πολλές-ίσως να σ’άτυχος: καμμιά- Τότες εσύ
προσπάθησε να γενής καλλίτερος εις τρόπον ώστε
να έρθη κάποια σχετική ισορροπία. Άσε τους γύρωθέ σου να
βουρλίζωνται πως κάνουν κάτι.

Συ σκέψου-τώρα πια-με τι γλυκειά γαλήνη προσμένεις
να’ρθη ώρα να ξαπλώσεις στο παρήγορο του θανάτου
κρεββάτι.

 

“Νυχτερινή Μαρία”

Την επομένην ακριβώς του θανάτου μου, ή μάλλον της θανατώσεώς μου, πήρα να διαβάσω όλες τις εφημερίδες, για να μάθω όσο το δυνατόν περισσοτέρας λεπτομερείας ως προς τα της εκτελέσεώς μου. Φαίνεται ότι ωδηγήθην εις το ικρίωμα υπό αυστηράς συνοδείας. Φορούσα, λέει, κιτρίνου χρώματος επενδύτην, δικτυωτόν λαιμοδέτην και περικεφαλαίαν. Τα μαλλιά μου ήτανε όμοια με βούρτσα, ίσως μπογιατζή, ίσως πιτυοκάμπτη. Κατόπι πετάξανε το πτώμα μου μακρυά, σ’ ένα βαλτοτόπι, όπου ήτανε άλλοτε λημέρι του γάλλου Καρτεσίου κι’ όπου βρισκόταν επίσης, χρόνια τώρα, βορά των ορνέων και μιας ιεροδούλου λεγομένης Ευτέρπης, το ένδοξο πτώμα του αειμνήστου Καραμανλάκη. Κι’ ενώ πολλά ελέγοντο ιεροκρυφίως, ότι κατά την εποχήν εκείνην ευρισκόμουνα, κατ’ άλλους μεν στο Μαρακαΐμπο της Νοτίου Αμερικής, κατ’ άλλους δε στον Πειραιά, στο Πασσά Λιμάνι, εγώ βρισκόμουνα απλούστατα στο Ελμπασσάν (της Αλβανίας). Και το μόνο πράμα της προκοπής, που έτυχε να διαβάσω εκείνες τις ημέρες, ήτανε μια μακροσκελέστατη επιστολή του Ιταλού Γουλιάμου Τσίτζη, του εγκαρδίου και μοναδικού μου φίλου, τον οποίον άλλωστε δεν γνώρισα ποτέ και για τον οποίον αμφιβάλλω ακόμα κι’ αν υπάρχη. Με λίγες λέξεις, όλο το περιεχόμενο της επιστολής του αυτής ήτανε το εξής: «Είσαι», έλεγε, υπονοών βέβαια την Πολυξένην, «είσαι ένα παλιό γραμμμόφωνο με μπρούντζινο χουνί κάτω από ένα μαύρο πανί»

 

“Ενοικιάζεται”

Μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο
παρέδωσε το πνεύμα
η ωραία αθηναία κόρη
ξαπλωμένη στα μεταξωτά χιράμια
— τα ξανθά μαλλιά ξέπλεκα γύρω στην κερένια κεφαλή —
ενώ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
ακούγονταν
οι καμπάνες της Αγια-Σωτήρας
που βάραγαν
εσπερινό
ως την επομένη ξημέρωνε
η εορτή
του προφήτη Σαμουήλ
σ’ αυτό μέσα το δωμάτιο
συνουσιάστηκαν τα δυο φοβερά τέρατα
κι’ ευφραίνονταν
μ’ αγκομαχητά κι άγρια γρυλίσματα
κι’ αγριοφωνάρες
λες και βουργάροι υλοτόμοι
τα βάλανε με θεόρατα ελάτια
ή μάλλον
( κ α λ ύ τ ε ρ ο )
να εγκρεμιζόντουσαν
βουνά
μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο
η γηραιά δέσποινα
πέρασε χρόνια και χρόνια
ανίας :
κουνούσε ανεπαίσθητα τα τρεμάμενα χέρια
προσπαθώντας στο σκοτεινιασμένο
και θολό μυαλό
να ξαναφέρη εικόνας των παλαιών της μεγαλείων
ίσαμε τη μέρα
που με βηματάκια αργά
ξεκίνησε— την εξεκίνησαν —
για το γεροκομείο
μέσα εδώ εγεννηθήκαν τρία παιδιά
— γόνοι τιμίας κι ευυπολύπτου οικογενείας —
που χάθηκαν
— τόπο δεν έπιασε κανένας τους —
ο ένας πήγε στην Αμερική
ο άλλος πέθανε κακήν κακώς — μπεκρής —
κι’ ο τρίτος είναι κάπου ακόμη
φαροφύλακας
εδώ — ναι εδώ μέσα : σε τούτο το δωμάτιο —
σκότωσε χέρι άτιμο εκείνο
τον παλληκαρά
«να τιμωρήση — λέει — εν τω προσώπω του την αναρχία»
κι’ έγειρ’ η λεύκα και σωριάστηκε χαμαί
και κείνη η μουντή κηλίδα
του πατώματος
κει πέρα στη γωνιά
είναι το αίμα που ποτάμι χύνονταν απ’ την πληγή
και τίποτα ποτέ
δεν είταν δυνατό
να τηνέ καθαρίση απ’ τα σανίδια
όμως αρκεί ώς εδώ : τι πάω να κάμω ;
πόσο δε θάτανε κοπιαστικό
ίσως κι αδύνατο
πάντως ατέλειωτο
και μάταιο ακόμη κι ανιαρό
να σημειώσω τώρα με τόση λεπτομέρεια
την ιστορία την ατέλειωτη
αυτού του δωματίου
(άλλοτε έμπαζαν κρεβάτια
άλλοτε τάβγαζαν
άλλοτε κει ήταν σκρίνιο
ύστερα ντουλάπα
έπειτα κασσσέλα
άλλοτε στα παράθυρα είχανε βαρειά παραπετάσματα
άλλοτε τα τζάμια έμεναν γυμνά με μόνα τα παντζούρια
σε κείνη τη γωνιά μια είχανε τα εικονίσματα
άλλες φορές παντού κρέμονταν κάντρα)
να : άνθρωποι κι άνθρωποι περάσανε και φύγανε
κι’ άλλοι — πολλοί— εδώ μέσα γεννηθήκαν
κι’ άλλους πάλι εδώ μέσα τους βάλανε στην κάσσα
και τι δεν άκουσαν οι τοίχοι αυτοί
φωνές οδύνης
και φωνές χαράς
είδανε και βαφτίσια
μουγκές απελπισιές
και στεφανώματα
(θα το ξεχνούσα : και πιάνο εδώ μέσα αντήχησε παίζοντας αβρά τη Romance du Mal-Aimé)
έζησα κι εγώ — ο γράφων — μέσ’ σε τούτο το δωμάτιο
χρόνια πολλά — φτωχά — κι ως πάντα
κι’ εδώ γιομάτος πάθος ασχολήθηκα
με τη ζωγραφική την ποίηση
τη γλυπτική
αλλά και τη φιλοσοφία και τον έρωτα
κι’ έμεινα ώρες καθισμένος
— να καπνίζω —
σε κει δα το παράθυρο
κυττάζοντας
άλλοτε τον ουρανό
κι’ άλλοτε το δρόμο
και τώρα πρέπει — φευ — κι εγώ να φεύγω
— δεν αποκλείεται άλλωστε να μου μέλλονται καλύτερα —
πάλι το ενοικιάζουν το δωμάτιο.
“Ίσως”
Βρέχει… Κι όμως λυπούμαι να σας το πω: Ήταν, να, ένα σπίτι, ένα μεγάλο θεόρατο σπίτι.
Ήτανε έρημο. Δεν είχε κανένα παράθυρο κι είχε όλο μπαλκόνια και μια μεγάλη καπνοδόχο.
Εκεί καθόταν μια κοπέλα δίχως μάτια, που αντίς για φωνή είχε ένα λουλούδι. Με ρώτησε:
-Μα τι είχατε και καρφώνατε, έτσι, σήμερις από το πρωί;
-Α, τίποτες… τίποτες. Μιλούσα με τον Όμηρο.
-Με τον Όμηρο τον ποιητή;
-Ναι, με τον Όμηρο τον ποιητή, και μ’ έναν άλλο όμηρο, απ’ τη Μοσχόπολη αυτός,
που έζησε όλη του τη ζωή πάνου στα δέντρα σαν πουλί κι όμως ήτανε γνωστός
σαν “άνθρωπος του γιοφυριού” στις γειτονιές κοντά στη λίμνη.
“Οι Φωνές”
Μέσ’ απ’ τις γρίλλιες τις κλειστές
στην κίτρινη
τη φλόγα
του μεσημεριού
— όταν τ’ αγάλματα σιωπούν
κι’ μύθοι στέργουν —
οι φωνές
δονούν
πρώτα
αχνά
αργά
κι’ ύστερα
βροντερά
και γρήγορα
μεσ’ στο σοκάκι
κι’ αποκαλύπτουν ξάφνου τα αιώνια μυστικά
άλλοτε
— φυσικά —
είν’ τρομερές και φοβερές
σαν τάφοι
κι’ άλλοτε
πάλε
στοργικές
σαν τάφοι πάλι
κι’ ωσάν θωπεία
μακρυών
λεπτών
δακτύλων
και λεν
το κάθε τι
με τ’ όνομά του
λεν το νερό
της βρύσης
στόμα
τα μαύρα
τα ψηλά
τα
δέντρα
λήθη
τη νύχτα μεσ’
στις ρεματιές
Ομφάλη
λεν τα κλαμμένα μάτια
«φίλη»
τα δροσερά άλικα χείλια
φύλλα
τα ερωτικά τα δόντια
εφιάλτη
του έρωτα τα πορφυρά κρεβάτια
αβύσσους
του λιμανιού τα μαύρα
τα νερά
λυχνάρι
και λεν τις
σκουριασμένες άγκυρες
τ’ ονείρου θρήνο
βάζουν πολύχρωμα φτερά
στο θλιβερό
τ’ Ορφέα βλέμμα
στ’ Ορφέα
τα χέρια
βάζουνε βεντάλιες
ξεσκίζουνε
τα φλογισμένα του
φουστάνια
κοσμούν
την κεφαλή του
με νταντέλλες
πολύ λεπτές
(στ’ Ορφέα
την κορφή
μπήγουν
σημαίες)
πετούν μεσ’
στων χρησμών το χάος
αίμα
και ξαναλέν τις
φοινικιές
δαυλιά
στέκουνε με λυγμούς
στη λέξη σφύρα
ονόμασαν σιγή
τη λέξη θύρα
το θάνατο είπαν
μουσική
μεσ’ στα
μηνίγγια
και λένε δάσος
μεσ’ στη νύχτα
την καρδιά
μου.

 

Επιμέλεια: Δάφνη Τσάρτσαρου

Διαβάστε επίσης

Close