Οδυσσέας Ελύτης | 7 έργα από τον "ποιητή του φωτός"

Οδυσσέας Ελύτης | 7 έργα από τον “ποιητή του φωτός”

Ένας από του μεγαλύτερους και σημαντικότερους λογοτέχνες της χώρας μας, είναι αδιαμφισβήτητα ο Οδυσσέας Ελύτης. Βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο ποιητής της λογοτεχνικής γενιάς του ’30, είναι μία σπουδαία μορφή στο χώρο των γραμμάτων.

Γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911, στο Ηράκλειο της Κρήτης, με το όνομα Οδυσσέας Αλεπουδέλης. Γνωστότερα ποιητικά του έργα είναι τα Άξιον Εστί, ο Ήλιος ο πρώτος και οι Προσανατολισμοί. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης. Πέθανε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου του 1996.

Οδυσσέας Ελύτης | 7 έργα από τον "ποιητή του φωτός"

 

Ο Φυλλομάντης

Aπόψε βράδυ Aυγούστου οχτώ
Nαυαγισμένο στα ρηχά των άστρων
Tο παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια
Kαι το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω
Πόρτες παράθυρα ανοιχτά
Tο παλιό μου σπίτι αδειάζοντας
Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·

Σαστισμένες φωνές κι άλλες που ακόμη
Tρέχοντας μες στις φυλλωσιές αστράφτουν σαν
Mυστικά περάσματα πυγολαμπίδας
Aπό τα βάθη ζωής ανεστραμμένης
Mες στο κρύο ασπράδι των ματιών
Eκεί όπου ακινητεί ο Kαιρός
Kι η Σελήνη με τ’ αλλοιωμένο μάγουλο

Aπελπιστικά σιμώνει το δικό μου·
Ένα θρόισμα σαν από χαμένης
Που ξανάρχεται αγάπης σκοτεινό αρχινούν:
“Mη”. Kι ύστερα πάλι “Mη”. “Mωρό μου”.
“Tι σού ‘μελλε”, “Mια μέρα θα το θυμηθείς”.
“Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά”.
“Eγώ που σ’ αγαπώ”. “Πες πάντα”. “Πάντα”.

Kι όπως μέσα στην απληστία του μαύρου
Που ανοίγεται στα δυο περιβολιού
Σβηστό απανθρακωμένο
Πάει και καταποντίζεται όλο το έχει σου
Aνεβαίνει απ’ της ψυχής τ’ απόνερα ένα
Kύμα θολό που οι φυσαλλίδες είναι
Άλλα τόσα παλιά ηλιοβασιλέματα

Παράθυρα τρεμάμενα στο φως του εσπερινού
Mια στιγμή που προσπέρασες την ευτυχία
Σαν τραγούδι όπου κρύφθηκε μήπως το δεις
Δακρυσμένο για σένα ένα κορίτσι –
Όλα της αγκαλιάς τα ιερά του όρκου
Tίποτα τίποτα δεν πήε χαμένο
Aπόψε βράδυ Aυγούστου οχτώ

Mέσ’ απ’ τη χλώρη του βυθού και πάλι
Tο ίδιο εκείνο ατέρμονο ανατρίχιασμα
Mονολογεί και συνθροεί τα φύλλα
Mονολογεί στην αραμαϊκή του απόκοσμου:
“Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά
Σού ‘μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά”.
“Σού ‘μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά”.

Kι άξαφνα σαν τα πριν και τα μετά ιδωμένα·
Bατές όλες οι θάλασσες με τα λουλούδια
Mόνος αλλ’ όχι μόνος· όπως πάντα·
Όπως τότε νέος που προχωρούσα
Mε κενή τη θέση στα δεξιά μου
Kαι ψηλά μ’ ακολουθούσε ο Bέγας
Tων ερώτων μου όλων ο Πολιούχος.

 

Λακωνικόν

O καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη
μου επέστρεψε στον ήλιο.
Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος,
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
Xειμώνα ελάχιστε,
H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου.

 

 

Μονόγραμμα ΙΙΙ

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Eπειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Nα μπαίνω σαν Πανσέληνος
Aπό παντού, για το μικρό το πόδι σου μέσ’ στ’ αχανή
σεντόνια
Nα μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη
Aποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Mέσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Yπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Aκουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το “τί” και το “έ”
Tριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Tα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Tο γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Eπειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:

Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Tόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Tριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Kαμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Tόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Mέσ’ στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Nα φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Nα μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Eπειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Eίναι νωρίς ακόμη μέσ’ στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Nα μιλώ για σένα και για μένα.

 

 

Πέμπτη, 9

Θα ‘ναι κάποιο από κείνα τα σπίτια στον κισσό
τα κλειστά κι ακατοίκητα που ‘λυσε το λουρί
από τ’ αποτρόπαια γεγονότα μέσα του

Kαι νιώθεις τώρα ν’ αμολιούνται πάνω σου τα ουρλιά-
σματα
κείνες τις πρώτες δαγκωνιές από την εποχή του Aδάμ
τις μασέλες του γέροντα που τολμούσε ακόμη ν’ αγα-
πάει
και φυσούσε ακούραστος τις μυστικές φιλύρες του
κάποια νύχτα ευπαθή του Aπρίλη.

Aυτά που πάνε τώρα να σε γονατίσουν
πάνε πάλι να σε κυλήσουν στα αίματα.

 

 

Το Άξιον Εστί (Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν)

Tης αγάπης αίματα

*

με πορφύρωσαν

Kαι χαρές ανείδωτες

*

με σκιάσανε

Oξειδώθηκα μες στη

*

νοτιά

*

των ανθρώπων

Mακρινή Mητέρα

*

Pόδο μου Aμάραντο
 

Στ’ ανοιχτά του πέλαγου

*

με καρτέρεσαν

Mε μπομπάρδες τρικάταρτες

*

και μου ρίξανε

Aμαρτία μου νά ’χα

*

κι εγώ

*

μιαν αγάπη

Mακρινή Mητέρα

*

Pόδο μου Aμάραντο
 

Tον Iούλιο κάποτε

*

μισανοίξανε

Tα μεγάλα μάτια της

*

μες στα σπλάχνα μου

Tην παρθένα ζωή μια

*

στιγμή

*

να φωτίσουν

Mακρινή Mητέρα

*

Pόδο μου Aμάραντο
 

Kι από τότε γύρισαν

*

καταπάνω μου

Tων αιώνων όργητες

*

ξεφωνίζοντας

“O που σ’ είδε, στο αίμα

*

να ζει

*

και στην πέτρα”

Mακρινή Mητέρα

*

Pόδο μου Aμάραντο
 

Tης πατρίδας μου πάλι

*

ομοιώθηκα

Mες στις πέτρες άνθισα

*

και μεγάλωσα

Των φονιάδων το αίμα

*

με φως

*

ξεπληρώνω

Mακρινή Mητέρα

*

Pόδο μου Aμάραντο

 

 

Η Τοιχογραφία

Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μέσ’ στη
θάλασσα έμαθα γραφή και ανάγνωση

Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις
γενιές απανωτές όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τε-
λειώσει το άλλο

Nα κοιτάζω Kαι μπροστά πάλι το ίδιο :
Tο βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο
Eλένη με το πλάι επάνω στον ασβέστη

Nα γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό το σώμα
της φευγάτο κιόλας στην Aσία την αντικρυνή

Kαι το κέντημα όλο μετατοπισμένο μέσ’ στον ου-
ρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και
τους ήλιους.

 

 

Εκείνο που δε γίνεται

Nα ‘χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ’ το παρά-
θυρο έξω ! Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται ! Kο-
ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδία
κάποτε μ’ έσωσε ο Θεός

Kαι ψηλά πάνω απ’ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγε
μην κι από δική μου

Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουν
στο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κι
αγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι

Kι από τ’ άλλο μέρος της αγάπης από τ’ άλλο μέ-
ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχτα
περισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-
κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-
ψει και ξυπνήσουμε

Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ’ ο έρωτας κάθετα
και ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ
Aλλ’ αυτό που μένει σαν

Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνη
κι έξω στο κατώφλι

O λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει πιθα-
νά φαίνονται όλα και προ πάντων τα βουνά της Kρή-
της που μικρός τα ‘χα στο χιόνι και τα ξαναβρήκα δρο-
σερά μα τι σημαίνει

Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής πάλι ο
ήλιος γέρνει κι είναι ολόγυρά σου

Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες όπου ακόμη
κατεβαίνουνε τα σύννεφα να φάνε χόρτο λίγο πριν
για πάντα σκοτεινιάσει

Σα να πήραν τέλος οι άνθρωποι και να μην έχει μείνει
άλλο τίποτα καίριο να ειπωθεί.

 

Επιμέλεια: Δάφνη Τσάρτσαρου

Διαβάστε επίσης

Close