Ζαχαρίας Παπαντωνίου | 5 ποιήματα από τον "πρίγκιπα του νεοελληνικού λόγου"

Ζαχαρίας Παπαντωνίου | 5 ποιήματα από τον “πρίγκιπα του νεοελληνικού λόγου”

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου ήταν Έλληνας λογοτέχνης, ποιητής, πολιτικός, διηγηματογράφος, δημοσιογράφος, κριτικός τέχνης και ακαδημαϊκός, υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας στο γλωσσικό ζήτημα. Γεννήθηκε στο Καρπενήσι στις 2 Φεβρουαρίου του 1877. Από το 1908 μέχρι το 1910 βρισκόταν στο Παρίσι, από όπου αρθρογραφούσε για την εφημερίδα Εμπρός. Το πιο γνωστό πεζογράφημά του είναι “Τα ψηλά βουνά”. Το 1938 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε την 1η Φεβρουαρίου 1940, (μια μέρα πριν τα γενέθλιά του) μέσα στο τραμ, ενώ πήγαινε στην Ακαδημία, σε ηλικία 63 ετών.

 

Σερενάδα στὸ παράθυρο τοῦ σοφοῦ

Σοφέ μου, τὸ τετράσοφο
ποὺ σὲ φωτάει λυχνάρι
νἄτανε, λέει, φεγγάρι
καὶ σὺ εἴκοσι χρονῶ!

Νἄτανε τάχα ἡ γνώση σου
μὲ τὸν ἀγέρα ἀμάχη,
γιὰ δασωμένη ράχη
ξεκίνημα πρωινό…

Νἄτανε τάχα ἡ σκέψη σου
συρτοῦ χοροῦ τραγούδια
μίαν ἀγκαλιὰ λουλούδια
μίαν ἱστορία τρελλή,

τὰ μύρια ποὺ δὲ γνώρισες
νερὸ θἆν τάειχες μάθει
μὲ δάσκαλο τὰ πάθη
μ᾿ ἕνα κλεφτὸ φιλί.

Πολὺ τὴν καταφρόνεσες
τὴ ζωή, πανάθεμά τη…
Καὶ τώρα; Εἶναι φευγάτη
σὰν ὄνειρο πρωινό.

Χειλάκια ἀνθοῦν στὴ γειτονιὰ
γαρούφαλα στὴ γλάστρα–
καὶ σὺ διαβάζεις τ᾿ ἄστρα
καὶ τὸ βαθὺ οὐρανό.


Ὁ ὕπνος τῆς βαρκούλας

Ἀγεράκι τὰ φτερά σου γιὰ λίγο κόψε…
Φόβον ἔχω τὸ γιαλὸ μὴν ἀνασάνει,
τί ἐδῶ πὰ στὸ φεγγαρόλουστο λιμάνι
μιὰ βαρκούλα ἀποκοιμήθηκεν ἀπόψε.

Λαγαρὴ καὶ φωτερὴ ἡ θωριά της πέφτει
στῶν νερῶν τὸν ὁλοκάθαρο καθρέφτη
καὶ θαρρεῖς πὼς εἶδεν ὄνειρο ἡ καϋμένη
ἀπὸ ἀνέμους κι ἀπὸ κῦμα ἀποσταμένη.

Νὰ γελοῦν οἱ φαντασίες ἐμᾶς μονάχα!
Νὰ ποὺ ἀράζει σὲ νησάκια διαμαντένια,
σὲ οὐρανοὺς φωτοχυμένους λάμνει – τάχα.
Μὴν ξυπνήσει ἀπ᾿ τὸ ταξίδι ἔχω ἔννια…

Κόσμε, ἀλάργευε ἀπὸ δῶ, λεφούσι, πέρνα.
Μὴν ταράξεις τὸ ὑπνοφάντασμα, διαβάτη.
Στῶν νεράιδων τὴ σπηλιὰ κοιμήσου, μπάτη,
πῖνε ἀκόμα σύ, βαρκάρη, στὴν ταβέρνα!


Ὁ ἀνυπόμονος

Μόλις τ᾿ αὐγά της ζέστανε ἡ κλώσσα
καὶ τὰ μικρὰ ἑτοιμάστηκε νὰ βγάλει,
ἕνα πουλάκι ἐσήκωσε κεφάλι
μὲς τὸ τσόφλι μιλώντας τέτοια γλώσσα:
«Ὡς πότε ἐδῶ θὰ μ᾿ ἔχουνε κλεισμένο;
καθόλου δὲν μπορῶ νὰ περιμένω!
Πῶς; Ἔτσι τὸν καιρό μου ἐδῶ θὰ χάνω;
Ἐγὼ ἔχω κατορθώματα νὰ κάνω!
Κόκορας βέβαια θἆμαι δίχως ἄλλο,
λοφίο ψηλό, χρυσὰ φτερὰ θὰ βγάλω.
Τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα θὰ στολίσω,
θὰ φέρνω τὴν αὐγή, μόλις λαλήσω
στὸ φράχτη, στὴν αὐλή, σὲ κάθε μέρος
στρατεύματα τὶς κότες θὰ ὁδηγῶ».
Καὶ τοὖπε τότε ὁ κόκορας ὁ γέρος:
«Στάσου νὰ βγεῖς παιδάκι μου ἀπ᾿ τὸ αὐγό!»


Ὁ παπαγάλος

Σὰν ἔμαθε τὴ λέξη καλησπέρα
ὁ παπαγάλος, εἶπε ξαφνικά:
«Εἶμαι σοφός, γνωρίζω ἑλληνικὰ
τί κάθομαι ἐδῶ πέρα!»

Τὴν πράσινη ζακέτα του φορεῖ
καὶ στὸ συνέδριο τῶν πουλιῶν πηγαίνει,
γιὰ νὰ τοὺς πεῖ μιὰ γνώμη φωτισμένη.
Παίρνει μιὰ στάση λίγο σοβαρή,
ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα
καὶ τοὺς λέει: καλησπέρα!

Ὁ λόγος του θαυμάστηκε πολύ.
Τί διαβασμένος, λένε, ὁ παπαγάλος!
Θἆναι σοφὸς αὐτὸς πολὺ μεγάλος,
ἀφοῦ μπορεῖ κι ἀνθρώπινα μιλεῖ!

Ἀπ᾿ τὶς Ἰνδίες φερμένος, ποιὸς τὸ ξέρει
πόσα βιβλία μαζί του νἄχει φέρει,
μὲ τὶ σοφοὺς ἐμίλησε, καὶ πόσα
νὰ ξέρει στῶν γραμματικῶν τὴ γλώσσα!

«Κυρ-παπαγάλε, θἄχουμε τὴν τύχη
ν᾿ ἀκούσουμε τὶ λὲς καὶ πάρα πέρα;»
Ὁ παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει,
μὰ τὶ νὰ πεῖ; Ξανάπε: καλησπέρα!


Τὸ κυπαρίσσι

Εἶμαι τὸ δέντρο ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ γραμμὴ τῆς προσευχῆς ὅταν ἀνεβαίνει
ἀπὸ ἥσυχη ψυχή.

Εἶμαι ἡ λόγχη ποὺ κοκκίνισε στὸ αἷμα τῆς δύσης καὶ φρουρεῖ τὸ Ἀόρατο
ἀπ᾿ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν εἰρωνεία.

Εἶμαι στὶς γιορτὲς τοῦ τοπίου τὸ μαῦρο ράσο ποὺ δὲν τελείωσεν ἀκόμα
τὴ δοκιμασία του.

Εἶμαι τὸ καμπαναριὸ στὸ ναὸ τοῦ πόνου καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ ἔχουν σκοπὸ
σημαίνει τοὺς ὄρθρους καὶ τοὺς ἑσπερινοὺς ἡ σιωπή μου.

Διαβάστε επίσης

Close