Γιώργος Σεφέρης: «Άνοιξη μ.Χ.»

Γιώργος Σεφέρης: «Άνοιξη μ.Χ.»

Πάλι με την άνοιξη
φόρεσε χρώματα ανοιχτά
και με περπάτημα αλαφρύ
πάλι με την άνοιξη
πάλι το καλοκαίρι
χαμογελούσε.

Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς
στήθος γυμνό ως τις φλέβες
πέρα απ’ τη νύχτα τη στεγνή
πέρα απ’ τους άσπρους γέροντες
που συζητούσαν σιγανά
τι θα ‘τανε καλύτερο·

να παραδώσουν τα κλειδιά
ή να τραβήξουν το σκοινί
να κρεμαστούνε στη θηλιά
ν’ αφήσουν άδεια σώματα
κει που οι ψυχές δεν άντεχαν
εκεί που ο νους δεν πρόφταινε
και λύγιζαν τα γόνατα.

Με τους καινούργιους ροδαμούς
οι γέροντες αστόχησαν
κι όλα τα παραδώσανε
αγγόνια και δισέγγονα·

και τα χωράφια τα βαθιά
και τα βουνά τα πράσινα
και την αγάπη και το βιος
τη σπλάχνιση και τη σκεπή
και ποταμούς και θάλασσα·

και φύγαν σαν αγάλματα
κι αφήσαν πίσω τους σιγή
που δεν την έκοψε σπαθί
που δεν την πήρε καλπασμός
μήτε η φωνή των άγουρων·

κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά
κι ήρθε η μεγάλη στέρηση
μαζί μ’ αυτή την άνοιξη
και κάθισε κι απλώθηκε
ωσάν την πάχνη της αυγής
και πιάστη απ’ τ’ αψηλά κλαδιά
μεσ’ απ’ τα δέντρα γλίστρησε
και την ψυχή μας τύλιξε.

Μα εκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ανοιχτά
σαν ανθισμένη αμυγδαλιά
μέσα σε φλόγες κίτρινες
και περπατούσε ανάλαφρα
ανοίγοντας παράθυρα
στον ουρανό που χαίρονταν
χωρίς εμάς τους άμοιρους.

Κι είδα το στήθος της γυμνό
τη μέση και το γόνατο
πώς βγαίνει από την παιδωμή
να πάει στα επουράνια
ο μάρτυρας ανέγγιχτος
ανέγγιχτος και καθαρός,

έξω απ’ τα ψιθυρίσματα
του λαού τ’ αξεδιάλυτα
στον τσίρκο το απέραντο
έξω απ’ το μαύρο μορφασμό
τον ιδρωμένο τράχηλο
του δήμιου π’ αγανάχτησε
χτυπώντας ανωφέλευτα.

Έγινε λίμνη η μοναξιά
έγινε λίμνη η στέρηση
ανέγγιχτη κι αχάραχτη.

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971), 16 Μαρτίου 1939

Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κάπλα

Διαβάστε επίσης

Close