Φανουρόπιτα

Φανουρόπιτα

Η θεία η Ελένη έφτιαξε πίτα στον Άγιο Φανούρη για να τής φανερωθεί το δαχτυλίδι, λες να πιάνει και με το γυαλί;

Υλικά:

1 φλιτζάνι λάδι
1 φλιτζάνι χυμό πορτοκαλιού
1 ½ φλιτζάνι ζάχαρη
½ φλιτζάνι νερό
1 κιλό αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
κανέλα
γαρίφαλλο

Εκτέλεση:

Θερμοσίφωνας κλειστός, σίδερο δεν υπάρχει να λησμονηθεί στην πρίζα, φώτα σβηστά, κλειδιά, τσάντα, έφυγα! Γυαλιά; Πού πάω χωρίς; Τα γυαλιά, πού τά έχω; Ωχ, τι μέ βρήκε κι έξω σέ στραβώνει ο ήλιος! Στο τραπέζι δεν είναι, στο μπαούλο δεν είναι, στο ψυγείο δεν είναι. Στο ψυγείο τα γυαλιά; Εδώ ο μπαμπάς είχε βάλει στο ράφι για τα αυγά τον τηλεφωνικό κατάλογο, στα γυαλιά θα κολλήσουμε; Τα γυαλιά πού είναι; Άντε βρες…

Η θεία η Ελένη έφτιαξε πίτα για να τής φανερωθεί το δαχτυλίδι, λες να πιάνει και με το γυαλί; Κι αν πιάνει, πώς πιάνει; Θα φτάσω στο γραφείο, ώρα 12:00, για να φουρνίζω πίτες; Πάει, απολύθηκα. Ας κάνω deal με τον Άγιο να μού τα φέρει τώρα, να φύγω κι επιστρέφοντας το απόγευμα τού φτιάχνω εγώ και κέικ σοκολάτας, να ευφραίνεται.

– Εφτά υλικά θέλει, παιδάκι μου, μην τά αμελήσεις.

– Εντάξει, εφτά. Δε θα κακοκαρδίσουμε τον Άγιο, που μάς βρήκε τα Ray-Ban στο πι και φι.

Ανακατεύω το λάδι, τη ζάχαρη, το χυμό πορτοκαλιού. Έστυψα φρέσκο. Μη δώσω στην αγιοσύνη του συσκευασμένο. Αυτά τα συντηρητικά είναι του οξαποδώ.

Λίγο νεράκι, ανακάτεμα καλό, λίγη κανέλα, λίγο γαρίφαλλο, αυτό σε τρίμμα, όχι σε κομματάκια και σπάσει κάνα δόντι. Ρίχνω το αλεύρι σιγά – σιγά. Προσέχω μη σβολιάσει κι ανακατεύω διαρκώς. Λαδώνω καλά το ταψί, χύνω προσεχτικά το μίγμα και βάζω να ψηθεί σε φούρνο που άναψα στους 175 βαθμούς.

– Δηλαδή, εάν εγώ, τώρα, ήθελα να τού προσθέσω καμια σταφιδούλα, νά ’χει να μασουλάει, πώς θα μού βγαίνανε εφτά τα υλικά;

– Θα έβγαζες το γαρίφαλλο.

– Ή θα έβγαζα το νερό και θα έβαζα μόνο χυμό πορτοκάλι, όλη την ποσότητα, ε;

– Κι αυτό γίνεται, αν και, όταν βάζουμε ξηρούς καρπούς, κάνουμε τα υλικά εννιά.

– Μπα, πώς κι έτσι;

– Έτσι κάνουμε. Ή εφτά ή εννιά.

– Οπότε πρέπει να βάζω σταφίδες και καρύδια, ντε και καλά, μαζί.

– Καρύδια ή αμύγδαλα ή και τα δυο, αλλά θα βγάζεις το γαρίφαλλο ή το νερό για να μένει, στο τέλος, σωστό νούμερο.

– Ποιο νούμερο, ρε θεία, πού θα κάθεται ο Άγιος με το κομπιουτεράκι από ‘κει πάνω να μετράει υλικά…

– Για κοίταζέ τη μην καεί κι άσε τις ειρωνείες!

– Τήν κοιτάζω. Ψήθηκες καλέ; Για πες μου;

– Να μπήξεις μέσα ένα μαχαίρι να δούμε αν αφήνει σημάδια

– Φωνές θα μπήξω μ’ αυτά που ακούω. Δεν αφήνει σημάδια.

– Έτοιμη είναι. Βγάλ’ την. Θα τήν αφήσεις να κρυώσει και θα τήν κόψεις σε κομμάτια. Να τήν πας στην εκκλησία να τή διαβάσουν και να τή μοιράσεις σε όσους βρεις. Μην τή φας μόνη σου.

– Αν τή φάω μόνη μου πρέπει μετά να τού ξαναφτιάξω πίτα για να μού βρει τρόπο να χωνέψω.

Βουτάω κομμάτια στον ελληνικό καφέ και τά ψαρεύω με κουταλάκι του γλυκού. Τόν προτίμησα τον ελληνικό για τον Άγιο. Ο φίλτρου θα τού φαινόταν άνοστος κι ο καπουτσίνο είναι των καθολικών. Δε συνάδει με τις αρχές του. Νομίζω πως τόν μαθαίνω πια, κι εκείνος εμένα.

Αν ήμουν Παρθένος ούτε που θα μέ γνώριζε. Χάνουνε τίποτε αυτοί; Όλα τακτοποιημένα τά έχουν. Με τον Ιχθύ, όμως, χρυσές δουλειές. Μόνο σε ‘μένα κι έχει βρει γυαλιά, βραχιόλι, ένα παλιό σημειωματάριο, δυο μπλούζες και τίτλο για το τελευταίο παιδικό μου βιβλίο: «Kidy & Φανούρης».

Περισσότερες συνταγές της Κωνσταντίνας Τασσοπούλου, στο βιβλίο Μαγειρεύοντας μ’ ένα Ψάρι που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ίτανος.

Φωτογραφία άρθρου vaphotography.gr

Για παραγγελίες εδώ

Thessaloniki Arts and Culture

Διαβάστε επίσης

Close