Τρίχες Κατσαρές #11 - Ο έρωτας είναι τυφλός κι ανοιχτομάτες πιάνει

Τρίχες Κατσαρές #11 – Ο έρωτας είναι τυφλός κι ανοιχτομάτες πιάνει

– Τί εννοείς, Νηλέας;

– Τί να εννοώ;
– Φοβάμαι να σκεφτώ.
– Ο άνθρωπος παιδάκι μου, ονομάζεται Νηλέας.
– Παρακάτω.
– Νηλέας Σαραντόπουλος από τη Μεσσηνία. Πόσο παρακάτω;
– Αυτό να με πεις, πόσο παρακάτω! Με φτάνει ως εδώ.
– Ωραία τότε.
– Καθόλου ωραία, Ρίτσα. Καθόλου ωραία. Που πήγες κι ερωτεύθηκες κάποιον που τον λένε Νηλέα!
– Γιατί;
– Δεν το ακούς το γιατί;
– Να με κάνεις τη χάρη…
– Άχου… και με μιλάς και τα σαλονικιώτικα!
– Αφού με γάνωσες το κεφάλι τόσους μήνες, στα μιλάω.
– Δεν με πείθεις, Ρίτσα. Δεν με πείθεις. Εσύ, έχεις λερωμένη τη φωλιά σου, γι αυτό και με ξεκίνησες ξαφνικά τα «σε λέω» και τα «με λες». Για καλόπιασμα.
– Ανάγκη δε σ’ έχω. Φτιάξε τη μπογιά της Στυλλιανίδου γιατί έρχεται από στιγμή σε στιγμή και σώπαινε.
– Σωπαίνω.
– Ο Νηλέας αν θες να ξέρεις, δεν ήταν όποιος κι όποιος. Μού τα εξήγησε όλα. Ήταν σπουδαίος και τρανός.
– Τί με λες!
– Αυτό σε λέω. Ο Νηλέας ήταν γιος της Τυρούς και του θεού Ποσειδώνα, ήταν δίδυμος αδερφός του Πελία και ήταν και ετεροθαλής αδερφός του Αίσονα, του Φέρητα και του Αμυθάονα.
– Λατινικά τί ώρα έχουμε;
– Άσε τις ειρωνιούλες κι άκου, γιατί έχει πικρή ιστορία ο άνθρωπος. Τον εγκατέλειψε η μάνα του σε βρεφική ηλικία και ανατράφηκε από μία φοράδα που την έστειλε ο θεός Ποσειδώνας, για να μην ψοφολογήσει.
– Φοράδα τον μεγάλωσε, δηλαδή. Ωραία πράγματα.

– Στην αρχή, γιατί αργότερα τον ανέλαβε ένας βοσκός και όταν πια έγινε άνδρας σωστός, φιλονίκησαν με τον δίδυμο αδερφό του και ο κακομοίρης ο Νηλέας διώχτηκε, καταλήγοντας στη Μεσσηνία, όπου ίδρυσε την Πύλο.
– Όχι και κακομοίρης ο Νηλέας, όχι και κακομοίρης! Η Πύλος τώρα είναι στα επάνω της. Στα μέσα και στα έξω είναι. Έχει και το «Costa Navarino», χρήμα έχει, τουρισμό έχει, της κάνουν και ταινίες. Το «Πριν τα Μεσάνυχτα», το είδες; Όλο εκεί πέρα γυρισμένο. Μια χαρά την έχει ο Νηλέας, όχι και να τον λυπηθούμε…
– Στέλλα, στέκεις με τα καλά σου; Για τον αρχαίο Νηλέα σου μιλάω, όχι για τον δικό μου.
– Αχού…έγινε και δικός της…τρομάρα του…
– Το λέω για να συνενοηθούμε.
– Δεν θα συννενοηθούμε εμείς, πάρτο απόφαση. Εκτός από την Ελληνική Μυθολογία, σε είπε κάτι άλλο αυτός; Δουλειά έχει ή ζει με την αίγλη του αρχαίου;
– Είναι γιατρός! Παθολόγος. Με δικό του ιατρείο – πίσω από Χίλτον – καλή περιοχή στην Αθήνα, δεν ξέρεις εσύ. Κατάγεται από πλούσια και μεγάλη μεσσηνιακή οικογένεια, από μορφωμένο σόι! Γι αυτό και του δώσανε αυτό το όνομα. Επίσης…
– Ναι…
– …είναι και ποιητής.
– Τί ποιητής;

– Ποιητής που γράφει ποιήματα. Αμάν ρε Στέλλα μ’ αυτό σου το συνήθειο. Τί με ρωτάς αυτά που σε έχω ήδη απαντήσει;
– Aπαντήσεις είναι αυτές; Ποιητής που γράφει ποιήματα, και γιατρός, και οικογένεια μεγάλη, και μένει μόνιμα στην Αθήνα ενώ εσύ στην Θεσσαλονίκη, και τον λένε κι όπως τον λένε, και εγώ τώρα πρέπει να είμαι αισιόδοξη και ήσυχη;
– …
– Δεν μιλάς;
– Υπάρχει και κάτι άλλο.
– Τί άλλο σε είπε;
– Δεν με είπε αυτός. Εγώ τον είπα.
– Τί;
– Πως με λένε Ιφιγένεια.
– Τίίίίίίίίίίίίίίίίίίίίί;
– Πρόσεχε τη μπογιά…τρέχει…
– Εσύ τρέχα και κρύψου. Γιατί τον είπες ψέμα;
– Γιατί η αλήθεια είναι άχαρη.
– Eίναι όμως αλήθεια. Προτιμότερη. Πρέπει να του αρέσεις όπως είσαι, δεν το καταλαβαίνεις;
– Μα, αυτός Νηλέας κι εγώ Ρίτσα, γίνεται;
– Αφού έτσι είναι, έτσι πρέπει να γίνεται.
– Είπα Ιφιγένεια που πάντα με άρεσε, από παιδί. Αχ…αυτό δεν είναι ο έρωτας, βρε Στέλλα; Η ευκαιρία να γίνεις αυτό που πάντα ονειρευόσουν;
– Ρίτσα, μη με τα μπερδεύεις εμένα και μη με τα πηγαίνεις αλλού. Τον είπες τουλάχιστον ότι είσαι κομμώτρια ή ντράπηκες και γι αυτό;
– Τον είπα ό,τι έχω μαγαζί στα Λαδάδικα. Μόνο.
– Κατάλαβα…

…μουρμούρισε έξαλλη η Στέλλα, παρατώντας στον πάγκο το μπολάκι με το χρώμα της κυρίας Στυλλιανίδου και πηγαίνοντας στην πόρτα για να της ανοίξει. Είχε μόλις φτάσει.

O Νικόλας το ψάρι, παραμερίζοντας τα τσιμπήματα ζήλειας που ένιωθε στο κάτω του πτερύγιο, εξαιτίας …αυτού του Νηλέα… και βρίσκοντας μόνη την κυρά του, τη Ρίτσα, προσπάθησε να την προστατέψει από τις επερχόμενες κακοτοπιές. Χτύπησε με μανία το τζάμι του ενυδρείου ευελπιστώντας πως εκείνη θα τον άκουγε, θα τον έβλεπε, θα τον τάιζε λίγη αποξηραμένη γλιστρίδα, όση χρειαζόταν ώστε να γεννήσει φωνή και να της πει κάτι χρήσιμο, σύντομο και περιεκτικό: «Το ψέμα δε ζει για να γεράσει».

Διαβάστε επίσης

Close